-Πέρνα απ' το σπίτι, μια απ' αυτές τις μέρες, μου είπες.
Τέτοιες μέρες ήτανε...
-Πότε να έρθω; σε ρώτησα
-Όποτε θες, εδώ θα με βρεις... δεν πάω πουθενά....
Το ήξερα ότι δεν πήγαινες πουθενά....
Μπήκα σε ένα φούρνο που συνάντησα στο δρόμο μου.
-Λίγα μελομακάρονα, θα ήθελα, είπα στην φουρνάρισσα...
-Πόσα; με ρώτησε.
Δεν είχα ιδέα πόσο έκανε το κιλό.
Το χέρι μου στη τσέπη του μπουφάν έσφιξε το ένα και μοναδικό χαρτονόμισμα που είχα.
-Πέντε ευρώ, της απάντησα.
Είχα είκοσι.
Έβρεχε...
Έφτασα γρήγορα.
Με υποδέχθηκες ίδια εσύ.
Καθίσαμε στην κουζίνα σου, ευρύχωρη, ψηλοτάβανη, φωτεινή, αστικό σπίτι της δεκαετίας του 70, συντηρημένο πρόσφατα.
Δεν ήταν το δικό σου.
Όμως όλα τα σπίτια θα μπορούσαν να είναι δικά σου και ίδια εσύ να βρίσκεσαι στις κουζίνες όλων των σπιτιών, όλου του κόσμου.
-Έφερα μερικά μελομακάρονα, σου είπα κι άφησα στο τραπέζι το μικρό κουτί.
-Βρε συ... έτσι με έλεγες... βρε συ, και μ' έκανες κι ένιωθα μικρή αν και ήμασταν συνομήλικες, και δικιά σου γιατί δεν λέμε στον καθένα μια τόσο αγαπητική κουβέντα...
-Βρε συ.... τι τα έφερες, όλη μέρα κάθομαι μέσα και τρώω...
Έφτιαξες καφέ... έβγαλα τα τσιγάρα μου.
Συνέχιζε να βρέχει....
Καθίσαμε και φάγαμε μαζί τα μελομακάρονα.
Έμειναν λίγα στο κουτί.
Απλές κουβέντες, ήσουν εσύ.
Δεν ήσουν εσύ.
Κάτι από σένα ήταν ήδη έξω στην βροχή
Ένα αποχαιρετιστήριο κυλούσε από τα μαλλιά κι απ' τα λόγια σου.
Σε χαιρέτισα στην έξοδο. Είχε κόψει η βροχή.
Μου έβαλες στην τσέπη ένα χαρτονόμισμα, στα κρυφά, όπως κάνουν οι μεγάλες γυναίκες.
Δάκρυσα ... Μη....
Συγκράτησες το χέρι μου...Έσκυψα το κεφάλι. Με φίλησες... Βρε συ...
Βρέχει
Βρε συ...
Εσύ βρέχει.
Εσύ εδώ, μια απ' αυτές τις μέρες, όπως κάθε μέρα,
Βρε συ
όπως κάθε μέρα, κι ας περάσανε δέκα μήνες από τότε που έφυγες...
Εσύ...που δεν πήγαινες πουθενά!
Τέτοιες μέρες ήτανε...
-Πότε να έρθω; σε ρώτησα
-Όποτε θες, εδώ θα με βρεις... δεν πάω πουθενά....
Το ήξερα ότι δεν πήγαινες πουθενά....
Μπήκα σε ένα φούρνο που συνάντησα στο δρόμο μου.
-Λίγα μελομακάρονα, θα ήθελα, είπα στην φουρνάρισσα...
-Πόσα; με ρώτησε.
Δεν είχα ιδέα πόσο έκανε το κιλό.
Το χέρι μου στη τσέπη του μπουφάν έσφιξε το ένα και μοναδικό χαρτονόμισμα που είχα.
-Πέντε ευρώ, της απάντησα.
Είχα είκοσι.
Έβρεχε...
Έφτασα γρήγορα.
Με υποδέχθηκες ίδια εσύ.
Καθίσαμε στην κουζίνα σου, ευρύχωρη, ψηλοτάβανη, φωτεινή, αστικό σπίτι της δεκαετίας του 70, συντηρημένο πρόσφατα.
Δεν ήταν το δικό σου.
Όμως όλα τα σπίτια θα μπορούσαν να είναι δικά σου και ίδια εσύ να βρίσκεσαι στις κουζίνες όλων των σπιτιών, όλου του κόσμου.
-Έφερα μερικά μελομακάρονα, σου είπα κι άφησα στο τραπέζι το μικρό κουτί.
-Βρε συ... έτσι με έλεγες... βρε συ, και μ' έκανες κι ένιωθα μικρή αν και ήμασταν συνομήλικες, και δικιά σου γιατί δεν λέμε στον καθένα μια τόσο αγαπητική κουβέντα...
-Βρε συ.... τι τα έφερες, όλη μέρα κάθομαι μέσα και τρώω...
Έφτιαξες καφέ... έβγαλα τα τσιγάρα μου.
Συνέχιζε να βρέχει....
Καθίσαμε και φάγαμε μαζί τα μελομακάρονα.
Έμειναν λίγα στο κουτί.
Απλές κουβέντες, ήσουν εσύ.
Δεν ήσουν εσύ.
Κάτι από σένα ήταν ήδη έξω στην βροχή
Ένα αποχαιρετιστήριο κυλούσε από τα μαλλιά κι απ' τα λόγια σου.
Σε χαιρέτισα στην έξοδο. Είχε κόψει η βροχή.
Μου έβαλες στην τσέπη ένα χαρτονόμισμα, στα κρυφά, όπως κάνουν οι μεγάλες γυναίκες.
Δάκρυσα ... Μη....
Συγκράτησες το χέρι μου...Έσκυψα το κεφάλι. Με φίλησες... Βρε συ...
Βρέχει
Βρε συ...
Εσύ βρέχει.
Εσύ εδώ, μια απ' αυτές τις μέρες, όπως κάθε μέρα,
Βρε συ
όπως κάθε μέρα, κι ας περάσανε δέκα μήνες από τότε που έφυγες...
Εσύ...που δεν πήγαινες πουθενά!
Δεν υπάρχει!
ΑπάντησηΔιαγραφή