Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_το κακό και η αυγουστείνια παράδοση: εκτενής περίληψη και προβληματισμοί (viii)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Θεοδικία και δυσαρέσκεια


Στον αντίποδα της "γκότθικ" απεικονιστικής διάθεσης, η νεωτερικότητα θεματοποιεί το πρόβλημα του κακού  στο τυπικό επίπεδο της θεωρίας. 
Είναι οι γνωστές θεοδικίες. Θεοδικία είναι η θεωρητική διερεύνηση του προβλήματος, πώς μπορεί να υπάρχει το κακό σ'ένα κόσμο που κυβερνάται από τον πανάγιο και πανάγαθο Θεό;

Η έννοια της θεοδικίας όμως δεν αφορά μόνο στα θρησκευτικά πλαίσια' υπάρχουν κι άλλες θέωρητικές θέσεις που εκ πρωτης όψεως δεν είναι θεϊστικές, όπως ο Μαρξισμός, στον πυρήνα των οποίων βρίσκουμε την ίδια διερώτηση. Το κλειδί για να εντοπίσουμε την συγκαλυμμένη θεοδικία,  είναι η προσπάθεια να υποστηριχθεί ότι το προτεινόμενο απ'αυτες τις θέσεις ηθικό πλαίσιο είναι τόσο ισχυρό που η ενδεχόμενη ύπαρξη του κακού δεν μπορεί να το διαταράξει.   Τέτοιες θέσεις μπορεί σχηματικά να διαφέρουν μεταξύ τους, μοιράζονται ωστόσο την ίδια υπόθεση: εγγυώνται τις ηθικές μας απαιτήσεις,  καλλιεργώντας την πίστη στην τελική επικράτηση  του καλού και του δίκαιου στον κόσμο. Έτσι κάθε σύστημα που διακηρύσσει μια "τελική λύση" ,στην πραγματικότητα διαπνέεται από το πνεύμα της θεοδικίας.

Απέναντι στο πνεύμα της "τελικής λύσης" υπάρχει ο αντίλογος ότι αυτή η υποτιθέμενη "λύση" καθόλου δεν μας βοηθάει στο να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα με τα οποία βρισκόμαστε σε μια συνεχή αναμέτρηση, αλλά μάλλον κάνει πιο συμπαγή και αδιατάρακτη την ηθική μας κοσμοαντίληψη.
Η κριτική αυτή στηρίζεται στην αποτυχία της νεωτερικότητας να θεματοποιήσει αποτελεσματικά το πρόβλημα του κακού και είναι εν πολλοίς σωστή.

Ας δούμε όμως κάπως καλύτερα αυτή την διαμάχη.
Οι κριτικοί της θεωρησιακής θεοδικίας (και με την στενή και με την ευρεία έννοια που είδαμε προηγουμένως) ισχυρίζονται ότι οι αντιλήψεις περί "τελικής λύσης", όπου όλα τα προβλήματα θα πάψουν να υπάρχουν, είναι "ψευδο-λύσεις" και δεν αποτελούν απάντηση  στο πρόβλημα του ανθρώπινου πόνου, διότι από τη μιά προωθούν την αδράνεια  μέσω της παρηγοριάς για αυτούς που υποφέρουν και από την άλλη την αναισθησία του θεατή-θεωρησιακού που απλώς παρευρίσκεται σε κάτι που δεν αφορά τον ίδιο.
Οι υπερασπιστές των παντός είδους θεοδικιών απαντούν ότι στην πραγματικότητα αυτοί που ασκούν κριτική αναισθητοποιούνται, τοποθετώντας την ταμπέλα "θεωρησιακό" σε ότι προκύπτει ως ερώτημα από την επαφή μας με την ανεξήγητη πραγματικότητα του κακού.
Όσο κι αν φαίνονται ανταγωνιστικά τα επιχειρήματα των δυο πλευρών, μοιράζονται ωστόσο μια κοινή παραδοχή της νεωτερικότητας: την διχοτομία μεταξύ θεωρίας και πράξης.
Η διχοτομία αυτή εννοεί ότι η θεωρία αφορά στην τακτοποίηση και την παγίωση των πραγμάτων κι όταν αυτά δεν συμμορφώνονται με τα θεωρητικά μας πλαίσια, έρχεται η πράξη ή η πρακτικότητα για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα των πραγμάτων της ζωής.
Αυτή όμως η διαμάχη εκφράζει μια κεντρική και αξεπέραστη αντινομία της νεωτερικής σκέψης και για να πάμε πέρα απ'αυτήν χρειάζεται να υπερβούμε τις υποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε.

Εκτός από τον χώρο της φιλοσοφίας, η λογοτεχνία είναι επίσης ένα πεδίο όπου μπορούμε να δούμε
Ο Mark Endmundson είναι καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο
της Βιρτζίνια με ειδίκευση στην λογοτεχνία και ποίηση του 19ου αι.
και τον Ρομαντισμό. Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων. 
να εκτυλίσσεται μια παρόμοια διαμάχη.  Σύμφωνα με τον Μαρκ Εντμουντσον (Mark Endmundson, 1952),  τo κίνημα του "μοντερνισμού" στην λογοτεχνία εναντιώθηκε στον Ρομαντισμό και κατανοήθηκε ως μια προσπάθεια διανοητικής φυγής από τις περιπλεγμένες και ψυχικά φορτισμένες δυνάμεις   τις οποίες ο Ρομαντισμός μάλλον απολάμβανε  παρά διερωτήθηκε γι' αυτές.  Οι μοντερνιστές, όπως ο Τ. S. Eliot κατάφεραν  να καταστρέψουν την "ψυχή" στην προσπάθειά τους να την σώσουν , διότι πολεμώντας και αρνούμενοι εντελώς το Γκότθικ στοιχείο, και ιδιαίτερα τα βρώμικα πάθη,  οι διανοητικές φόρμες τους, αποστειρώθηκαν και στερήθηκαν ένα μεγάλο φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Νightmare on Main Street,
Harvard University Press, 1997
Οι μοντερνιστές αποκόπηκαν από την παρουσία των σκοτεινών παθών, υποκρινόμενοι ότι αυτά τα πάθη δεν υπάρχουν,  έτσι όμως δεν είχαν καμιά ελπίδα να τα εκφράσουν. (Endmundson, 1997)

Η κριτική του Εντμουντσον στον "μοντερνισμό" είναι παρόμοια με αυτή που ασκείται στην θεωρησιακή θεοδικία. Αυτή η κριτική εστιάζει στο ότι όλες οι προσπάθειες που ως στόχο έχουν να δώσουν μια μορφή (εξήγηση) στην δυσκολία που έχουμε με το κακό, μόνο εν μέρει κατανοούν ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για την περιπλοκότητα πολλών θεμάτων.
Σκεφτόμενοι, αναγκασμένοι από την γραμματική της σκέψης μας, το κακό ως "πρόβλημα" οδηγούμαστε στην αναζήτηση της "λύσης" που θα το λύσει.  Δουλεύοντας, όμως με μια καρτεσιανή αναλυτική μέθοδο, θεωρούμε ότι το πρόβλημα του κακού είτε εξαφανίζεται είτε υποχωρεί, ανάγοντάς το σε ένα επίπεδο πρακτικότητας. Δουλεύοντας αφαιρετικά πάνω στις  ζωντανές εμπειρίες  της τραγικότητας, του πόνου και του κακού οι θεωρησιασκές θεοδικίες προσφέρουν δικαιολογήσεις όχι μόνο για  πίστη στον Θεό μέσα σε έναν κόσμο πνιγμένο στις συγκρούσεις και τον πόνο, αλλά και σε μας τους ίδιους για να συνεχίζουμε να αγνοούμε και να αδιαφορούμε για τις πραγματικότητες του κακού και του πόνου στον κόσμο.
Η παράδοση των θεοδικιών, αποσπούν την αγωνία και τους φόβους μας από την υλικότητα του κακού, τους αποστάζουν από το βάρος που ασκούν στις ζωές μας και τους τοποθετούν σε ένα παζλ εξηγήσεων το οποίο στην συνέχεια μας το επαναπροσφέρουν ως λύση για αυτούς τους φόβους και τις αγωνίες μας. Όταν όμως εμείς οι ίδιοι και οι άνθρωποι γύρω μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον πόνο ανακαλύπτουμε ότι οι "λύσεις" είναι θεμελιωδώς θεωρητικές και δεν μπορούν να μας βοηθήσουν σε τίποτα στην πραγματικότητα της ζωής και των αναγκών μας.

Κάποιοι κριτικοί των θεοδικιών πάνε ακόμα πιο πέρα την κριτική τους. Οι θεοδικίες λένε όχι μόνο αποδεικνύονται ανεπαρκείς στην απάντηση του κακού, αλλά στην πραγματικότητα είναι ανήθικες. Διότι ασκώντας την θεωρητικοποίηση εφαρμόζουν πάνω στην ζώσα πραγματικότητα του ανθρώπινου πόνου μια επιστημονική λογική, η οποία αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες με αφαίρεση από το συμπαγές πρωτογενές επίπεδο της πραγματικότητας που τις συναντάμε. Οι θεοδικίες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του κακού όπως οι μηχανικοί το πρόβλημα του κτισίματος μιας γέφυρας, ως ένα πρόβλημα τεχνολογικής φύσης, που μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα από θεωρητικούς αλγορίθμους, που διέπεται από τον ανυλικό, κλινικό, ψύχραιμο μαθηματικοποιημένο λόγο. Πολύ μακριά από το μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε το κακό οι θεοδικίες στην πραγματικότητα συσκοτίζουν την αναζήτηση μιας γνήσιας απάντησης.



(Συνεχίζεται...)





(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί συνέχεια της ομώνυμης θεματικής, βασίζεται στο βιβλίο του Ch. Mathewes, Evil and the augustinian tradition, ed. Cambridge University Press, 2001 και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης το διαβασμα των προηγούμενων αναρτήσεων στην κατηγορία Φιλοσοφικές Μελέτες) 












Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός