Την παραίτησή της υπέβαλλε η Μαρία Ευθυμίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας, από τον Σύλλογο Μελών Δ.Ε.Π. της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Σε σχετική επιστολή της αναφέρει τα εξής:
«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Αξιότιμα Μέλη του Δ.Σ.,
Αξιότιμα Μέλη του Δ.Σ.,
Με την παρούσα επιθυμώ να δηλώσω την επιθυμία διαγραφής μου από τους καταλόγους των μελών του Συλλόγου Δ.Ε.Π της Σχολής μας (εάν αυτή δεν έχει ήδη γίνει, καθώς, από δεκαπενταετίας και πλέον, έχω, κατά πολύ, απομακρυνθεί από τον Σύλλογο, τις δράσεις του και τις στοχεύσεις του).
Οι τελευταίες αποφάσεις παρατεταμένης απεργίας κατά τον μήνα Σεπτέμβριο/ πραγματοποίησης των εξετάσεων (και, μάλιστα, εις διπλούν για όσες είχαν ήδη γίνει!!…) με αντίστοιχη μετάθεση (!!…), κατά δεκαπενθήμερο, της έναρξης των μαθημάτων/ νέου κύκλου απεργιών για μία ακόμα διαμαρτυρία κατά του “κακού κράτους”, με έκαναν να λάβω την τελική μου απόφαση και να καταθέσω την παρούσα επιστολή.
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Αξιότιμα Μέλη του Δ.Σ.,
Αξιότιμα Μέλη του Δ.Σ.,
Η αίσθησή μου είναι ότι εμείς είμαστε –από πολλού – ένας “κακός σύλλογος” που έχει περιχαρακώσει τους στόχους του σε ο, τι πάγιο διέλυε την χώρα μας κατά την τελευταία τριακονταετία: ασταμάτητες απεργίες και “αγωνιστικές κινητοποιήσεις” μονίμως “αγανακτισμένων”, “αγωνιζομένων πολιτών” που εκβίαζαν ένα εκβιάσιμο κράτος προκειμένου να επιτύχουν επιπλέον παροχές και προνόμια, γνωρίζοντας πως τούτο – για την ελεεινή πολιτική του επιβίωση, και μόνον- θα τα παραχωρούσε τελικά (με δανεικά) και, έτσι, ο “ηρωϊκός αγώνας των εργαζομένων” θα εύρισκε “την δικαίωσή του”.
Κεντρικός στόχος του Συλλόγου οι “αγανακτισμένες απεργίες” της κασέτας. Με τα ίδια λόγια. Το ίδιο ύφος. Τις ίδιες μεγαλοστομίες. Την ίδια στιγμή που εξασφαλίζονταν – εξ ίσου “ηρωικά” και περίτεχνα- να μην περικοπεί ο μισθός μας κατά τις περιόδους των μακρόσυρτων απεργιών και στάσεων εργασίας…
Το Πανεπιστήμιο, η εύρυθμη λειτουργία του, η κανονικότητα πληρότητα και απαιτητικότητα των μαθημάτων, η επαρκής εκπαίδευση των φοιτητών μας, η σοβαρότητα της δουλειάς τους και της δουλειάς μας, η αξιοπρέπεια της δουλειάς μας δεν έχει απασχολήσει τον Σύλλογό μας. Αντιθέτως, όλα τα παραπάνω βλάπτονταν και βλάπτονται σοβαρά και καίρια με τις τακτικές απεργίες του. Οι οποίες, σε συνδυασμό με τις, εξ ίσου τακτικές, παραδοσιακές καταλήψεις των “φοιτητών” και τις αλλεπάλληλες στάσεις εργασίας και απεργίες των διοικητικών, διαλύουν σταθερά κάθε κανονικότητα του εκπαιδευτικού έργου, απορρυθμίζουν το πρόγραμμα διδασκόντων και διδασκομένων, υποβαθμίζουν την σημασία των μαθημάτων και μετατρέπουν το Πανεπιστήμιο σε θλιβερό εξεταστικό κέντρο του τίποτα.
Αν ο Σύλλογος είχε αγωνία για το μαθησιακό περιβάλλον της Σχολής και για την αξιοπρέπεια της εργασίας των μελών του θα είχε, προ πολλών ετών, άμεσα και κάθετα, αντιδράσει για την κατάχρηση δικαιωμάτων εκ μέρους μερίδας φοιτητών/ για την μακρόχρονη βία φοιτητών ενάντια σε καθηγητές και συλλογικά όργανα διοίκησης των ΑΕΙ -και της Σχολής μας/ για την κατάληψη και χρήση ζωτικών χώρων της Σχολής από “φοιτητικές παρατάξεις” (οι οποίες έχουν, εντέχνως και για ιδιοτελείς στόχους διαπλοκής, από τριακονταετίας, υποκαταστήσει τους αντιπροσωπευτικούς Φοιτητικούς Συλλόγους και την ΕΦΕΕ)/ για την κατάληψη και χρήση από ύποπτα στοιχεία χώρων διδασκαλίας του κτηρίου/ για τις φοιτητικές εκλογές που, αντί να γίνονται κανονικά σε ημέρα μαθήματος, ακυρώνουν πολλές και πολύτιμες ημέρες μαθημάτων/ για τις καταστροφές και τους βανδαλισμούς που έχουν γίνει, από δεκαετιών, κανονικότητα στην Σχολή μας/ για την καθημερινή έκθεση φοιτητών, διοικητικών και διδασκόντων στο κοινό έγκλημα με μεγαλύτερες ή μικρότερες κλοπές που σημειώθηκαν και σημειώνονται στο κτήριο της Σχολής μας/ για την ελεεινή ρύπανση, τα κρεμάμενα «σεντόνια», την ασύδοτη αφισοκόλληση, τα άθλια “τραπεζάκια” των δήθεν “παρατάξεων” που προβάλλουν την “πραμάτεια” της χυδαιότητάς τους και της διαπλοκής τους μετατρέποντας ένα πανεπιστημιακό κτήριο σαν εκείνο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σε αχούρι ανομίας και διάλυσης.
Για τους Πρυτάνεις, Συγκλήτους, Κοσμήτορες, Πανεπιστημιακά Τμήματα, Επόπτες Κτηρίων που ανέχθηκαν -και, τελικά, εξέθρεψαν και νομιμοποίησαν με την αβουλία τους (στην καλύτερη περίπτωση) -τα παραπάνω όλα αυτά τα τριάντα χρόνια.
Αν ο Σύλλογος είχε αγωνία για το μαθησιακό περιβάλλον της Σχολής και για την αξιοπρέπεια της εργασίας των μελών του θα είχε, προ πολλών ετών, σθεναρά δράσει και συντονίσει τις ενέργειές του ώστε να αντιμετωπιστεί ο ευτελισμός των εξετάσεων από τις αντιγραφές καθώς και ο εξευτελισμός της δουλειάς των διδασκόντων από τους ανήκουστους αριθμούς (όλο και πιο αμαθών)εισερχομένων και από την μη διαγραφή των “αιωνίων φοιτητών”. Και, φυσικά, θα αντιμετώπιζε την ανισότητα εργασίας σε μία Σχολή όπου κάποιοι δουλεύουν ελάχιστα, την ώρα που άλλοι, σαν τον Άτλαντα, προσπαθούν, με φόρτο εργασίας απερίγραπτο, να καλύψουν την επιτηδειότητα των μη εργαζομένων συναδέλφων τους. Οι οποίοι μη εργαζόμενοι συνάδελφοι είναι – καθόλου τυχαία- πρώτοι ανάμεσα σ’ εκείνους που δίδουν προβιβάσιμους βαθμούς σε γραπτά βαρύτατης αμάθειας (γλωσσικής και ουσιαστικής), κινδυνεύοντας να μετατρέψουν τα πτυχία της Σχολής μας -όπως ήδη έχει συμβεί σε περιφερειακά πανεπιστημιακά τμήματα- σε ένα είδος πανεπιστημιακής Ζακύνθου στην οποία μοιράζονται “πιστοποιητικά τυφλότητας” και όχι πτυχία βαθειάς γνώσης και ουσιαστικής, επιστημονικής, απαιτητικής και συστηματικής μάθησης.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας
Εύχομαι τα καλύτερα για τον Σύλλογο Μελών ΔΕΠ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Με τιμή
Μαρία Δ. Ευθυμίου
Τομέας Ιστορίας/ Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/ Πανεπιστήμιο Αθηνών».
Πηγή: ηλεκτρονική έκδοση εφ. "Καθημερινή"
Σχόλιο :
Αναδημοσιεύω σήμερα το πλήρες κείμενο της παραίτησης της κ. Ευθυμίου, το οποίο δόθηκε στην δημοσιότητα πριν από λίγες μέρες.
Δεν γνωρίζω την κ. Ευθυμίου και το πιο πιθανό είναι να μην γνωριστούμε ποτέ ούτε και να μου δοθεί η ευκαιρία να παρακολουθήσω κάποιο μάθημά της.
Οι προσωπικές μου εμπειρίες προέρχονται από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και περιορίζονται σ' αυτό.
Πλην όμως, διέκρινα στην επιστολή αυτή μια τουλάχιστον πλευρά επί της οποίας μου φάνηκε ότι κάτι θα είχα να πω (βλ. "σχολιάσω").
Θα μπορούσε κανείς να κατατάξει , και δικαίως, το παρόν κείμενο στην πολύ παραγωγική κατηγορία των κειμένων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία ιδίως χρόνια, αναπαράγοντας την προσφιλή "ρητορική της γκρίνιας". Μια ρητορική που εκ των πραγμάτων όπως αυτά διαμορφώθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια στη χώρα, και δικαιολογημένη είναι και απ' ότι φαίνεται έχει πολλά ακόμα να ξεθάψει.
Πριν αναφερθώ στην για μένα ενδιαφέρουσα πλευρά, πρέπει να κάνω ακόμα μερικές διακρίσεις.
Η πρώτη αφορά την ουσία του κειμένου, που κατά την δική μου ανάγνωση, είναι ο τρόπος που ο σύγχρονος κόσμος σχετίζεται με το πρόβλημα της γνώσης. Μια εξέταση του τρόπου (παραγωγή, μετάδοση, αξιολόγηση, αξιοποίηση) που ο κάθε πολιτισμός προκρίνει για να τοποθετηθεί απέναντι στη γνώση εν γένει, είναι ίσως ικανή να μας εισάγει στον πυρήνα της συγκρότησής του, καθώς ανακλά το "πώς" και το "γιατί" της ζωής που νομίζουν οι άνθρωποι κάθε εποχής. Νομίζω όμως ότι το παρόν κείμενο δεν ενδείκνυται για μια τέτοια εξέταση.
Η δεύτερη αφορά την δικαιολογημένη ίσως υπόνοια ότι η υπογράφουσα, καταγγέλλουσα και παραιτούμενη καθηγήτρια, με το κείμενο συντάσσεται με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τ0 σταδιακό "πριόνισμα" του δημόσιου Πανεπιστήμιου έτσι που συν τω χρόνω εντελώς απαξιωμένο και γελοίο καθώς θα ΄ναι, εύκολα να αντικατασταθεί πλήρως από την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση (εδώ ταιριάζει και μ' αρέσει το ρητό : δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, όπου "ανήρ" βλ. "επενδυτής") ως η μόνη ικανή να διασώσει το νόημα της ελεύθερης έρευνας και διακίνησης των ιδεών (!!)...
Επειδή όμως αυτή η εκδοχή μπορεί και να αδικεί την κ. Ευθυμίου και μόνο μέσα από έναν διάλογο θα μπορούσαμε να μάθουμε τις πραγματικές της απόψεις για το θέμα αυτό (εν. της ιδιωτικής αν. εκπαίδευσης) και επειδή η δική μου εμπειρία από το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι κάπως διαφορετική, για τους λόγους αυτούς δεν θα εξετάσω την παραίτησή της από αυτή την σκοπιά.
Αυτό, λοιπόν, που μου έκανε εντύπωση στο παρόν κείμενο είναι ακριβώς η παραίτηση και γι' αυτήν θέλω να μιλήσω, διακινδυνεύοντας προεκτάσεις που ίσως η ίδια η καθηγήτρια να μην υποστηρίζει. Ως εκ τούτου δεν επιχειρώ να ερμηνεύσω ή να δικαιώσω εκείνη, αλλά να μιλήσω για αυτό που εγώ εννόησα διαβάζοντας το κείμενό της.
Η παραίτηση είναι το ώριμο βήμα που μας περιμένει να το πραγματοποιήσουμε όταν πλέον αποφασίσουμε να πάψουμε να γκρινιάζουμε για ό,τι βλέπουμε γύρω μας ή ζούμε και κάπως μας ενοχλεί ή δεν μας αρέσει.
Η παραίτηση στην οποία αναφέρομαι δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα ούτε φυγοπονία, είναι κοπή των δεσμών που μας συγκρατούν μέσα στην επικράτεια της δυσανεξίας και της νεύρωσης.
Οι δεσμοί αυτοί είναι το υπερ-πλήρωμα της χαμένης μας ακεραιότητας: ό,τι αδυνατούμε για διάφορους λόγους να στηρίξουμε ως προσωπικό πλήρωμα και ακεραιότητα, ό,τι μας λείπει από το πρόσωπό μας, (επειδή δεν γνωρίζουμε, φοβόμαστε, λαμβάνουμε διάφορες ικανοποιήσεις, υλικές ανταμοιβές κλπ.) αυτό αναπληρώνεται από εξαντλητικούς δεσμούς - δεσμεύσεις με ένα σύστημα το οποίο μπορεί να υπηρετούμε ή να πολεμάμε, να θαυμάζουμε ή να γκρινιάζουμε, να του επιτιθέμεθα κρατώντας διάφορες ιδεολογικές σημαίες, αλλ'όμως αδυνατούμε να αποσπαστούμε από αυτό. Στην καλύτερη περίπτωση οι δεσμοί αυτοί λαμβάνουν τον χαρακτήρα "υπαλληλίας".
Η εξάντληση, όμως, των ορίων αυτής της υπαλληλίας -αλληλοεξάρτησης, που κάποτε συντελείται, οδηγεί σε διάφορους "κανιβαλισμούς". Χρησιμοποιώ τον όρο "κανιβαλισμός" θέλοντας να υπογραμμίσω τον χαρακτήρα μεταβολισμού που έχει αυτή η αλληλεξάρτηση. Ο "κανιβαλισμός" είναι το τελικό στάδιο και ως συμπεριφορά ευδοκιμεί ιδιαιτέρως μεταξύ αυτών που ιδεολογικά αντιτίθενται στο "σύστημα" , είναι ένδειξη των ορίων στα οποία έχει φτάσει η εξάρτησή τους από αυτό. Είναι ιδιαιτέρως κουραστικός, επαναλαμβανόμενος, στατικός, βαρετός...
Ο "κανιβαλισμός" είναι σε τελική ανάλυση το σύγχρονο Δόγμα!
Παραιτούμενοι από την συνθήκη ενός συστήματος με το οποίο δεν συμφωνούμε, κάνουμε την πρώτη πράξη και γι' αυτό ονόμασα "βήμα" την παραίτηση, γιατί ακριβώς πρόκειται για μια διαδικασία και όχι για ένα στατικό γεγονός. Θα μπορούσε δηλ. κάποιος/α καθηγητής/τρια ή και ο οποιοσδήποτε που βρίσκεται σε παρόμοια ή εντελώς διαφορετική θέση που όμως πλέον δεν τον "χωράει" να βγει από το σύστημα ως φυσικό πρόσωπο, να πάψει να παρίσταται εκεί, θα μπορούσε όμως και να μην συμβεί αυτό. Το κεντρικό θέμα ή η ουσία της παραίτησης είναι να διακηρύξει κανείς με πράξη πρώτη την υπαρκτική του διαφορά ως: εγώ υπάρχω αλλιώς, εδώ ή εκεί, μέσα ή έξω, πάντως αλλιώς. Κι αυτό το "αλλιώς" να είναι πλήρες, να στηρίζεται εσωτερικά, να έχει σάρκα και οστά, δηλαδή να έχει ως θετικό "γέμισμα" την ίδια την ηθική υπόσταση, την καθημερινή συμπεριφορά, εν τέλει την ζωή του παραιτούμενου.
Είναι μια τέτοια πρωτόβουλη στάση εφικτή; και τι είναι αυτό που μπορεί να στηρίξει μια τέτοια μεγάλη μεταστροφή, αυτή την πρώτη πράξη;
Για να απαντήσουμε σ' αυτά τα ερωτήματα πρέπει να έχουμε μια αντίληψη περί της ελευθερίας του ανθρώπου: αν δηλ. ο άνθρωπος παρ' ότι βρίσκεται μπλεγμένος σε διάφορες ιστορικά προσδιορισμένες καταστάσεις έχει την δυνατότητα να τις υπερβαίνει ή είναι δέσμιος μιας αιτιοκρατίας έναντι της οποίας κάποιοι μπορεί να παίρνουν μια θέση βολική και άλλοι άβολη... πάντως δεν μπορούν να την παρακάμψουν.
Η προσωπική μου άποψη είναι, ότι αυτό που ωθεί τον άνθρωπο σε κάθε περίπτωση να πράξει έτσι ή αλλιώς είναι η επιθυμία για ακεραιότητα του προσώπου, η οποία αναφέρεται στην μοναδική προσωπική σχέση την οποία επιθυμούμε να έχουμε με τα αντι-κείμενα αυτού του κόσμου, είτε αυτά είναι οι άλλοι άνθρωποι, είτε το επιστημονικό αντικείμενό μας, είτε η κοινότητα στην οποία εντασσόμαστε, είτε η γνώση στο σύνολό της. Το τι είδους θα είναι αυτή η σχέση και ποιά θα είναι η υφή της, είναι τελικά κάτι που εμείς αποφασίζουμε ως το κατάντικρυ του προσώπου μας.
Αυτοί που επιθυμούν να διακηρύξουν την ακεραιότητά τους διαφοροποιούμενοι από ένα σύστημα που δεν τους εκφράζει, οφείλουν με θάρρος να λαμβάνουν το ρίσκο της παραίτησης από τους δεσμούς του (φυσικούς ή κατηγορικούς ή ηθικούς) και να μην τσαλαβουτάνε στις λιμνοθάλασσες της γκρίνιας και των ιδεολογικών φενακισμών, που πλέον αποτελούν τα "κενά πουκάμισα" της δειλίας τους και που τόσο πολύ έχουν βολέψει, τόσο πολύ κόσμο, για τόσο πολύ χρόνο....
Κλείνοντας το σχόλιο αυτό, θέλω να ευχαριστήσω την κ. Ευθυμίου, της οποίας το κείμενο της παραίτησης στάθηκε η αφορμή για την έκθεση των παραπάνω απόψεων και να της ευχηθώ καλή συνέχεια στο έργο της.
Τομέας Ιστορίας/ Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/ Πανεπιστήμιο Αθηνών».
Πηγή: ηλεκτρονική έκδοση εφ. "Καθημερινή"
Σχόλιο :
Αναδημοσιεύω σήμερα το πλήρες κείμενο της παραίτησης της κ. Ευθυμίου, το οποίο δόθηκε στην δημοσιότητα πριν από λίγες μέρες.
Δεν γνωρίζω την κ. Ευθυμίου και το πιο πιθανό είναι να μην γνωριστούμε ποτέ ούτε και να μου δοθεί η ευκαιρία να παρακολουθήσω κάποιο μάθημά της.
Οι προσωπικές μου εμπειρίες προέρχονται από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και περιορίζονται σ' αυτό.
Πλην όμως, διέκρινα στην επιστολή αυτή μια τουλάχιστον πλευρά επί της οποίας μου φάνηκε ότι κάτι θα είχα να πω (βλ. "σχολιάσω").
Θα μπορούσε κανείς να κατατάξει , και δικαίως, το παρόν κείμενο στην πολύ παραγωγική κατηγορία των κειμένων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία ιδίως χρόνια, αναπαράγοντας την προσφιλή "ρητορική της γκρίνιας". Μια ρητορική που εκ των πραγμάτων όπως αυτά διαμορφώθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια στη χώρα, και δικαιολογημένη είναι και απ' ότι φαίνεται έχει πολλά ακόμα να ξεθάψει.
Πριν αναφερθώ στην για μένα ενδιαφέρουσα πλευρά, πρέπει να κάνω ακόμα μερικές διακρίσεις.
Η πρώτη αφορά την ουσία του κειμένου, που κατά την δική μου ανάγνωση, είναι ο τρόπος που ο σύγχρονος κόσμος σχετίζεται με το πρόβλημα της γνώσης. Μια εξέταση του τρόπου (παραγωγή, μετάδοση, αξιολόγηση, αξιοποίηση) που ο κάθε πολιτισμός προκρίνει για να τοποθετηθεί απέναντι στη γνώση εν γένει, είναι ίσως ικανή να μας εισάγει στον πυρήνα της συγκρότησής του, καθώς ανακλά το "πώς" και το "γιατί" της ζωής που νομίζουν οι άνθρωποι κάθε εποχής. Νομίζω όμως ότι το παρόν κείμενο δεν ενδείκνυται για μια τέτοια εξέταση.
Η δεύτερη αφορά την δικαιολογημένη ίσως υπόνοια ότι η υπογράφουσα, καταγγέλλουσα και παραιτούμενη καθηγήτρια, με το κείμενο συντάσσεται με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τ0 σταδιακό "πριόνισμα" του δημόσιου Πανεπιστήμιου έτσι που συν τω χρόνω εντελώς απαξιωμένο και γελοίο καθώς θα ΄ναι, εύκολα να αντικατασταθεί πλήρως από την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση (εδώ ταιριάζει και μ' αρέσει το ρητό : δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, όπου "ανήρ" βλ. "επενδυτής") ως η μόνη ικανή να διασώσει το νόημα της ελεύθερης έρευνας και διακίνησης των ιδεών (!!)...
Επειδή όμως αυτή η εκδοχή μπορεί και να αδικεί την κ. Ευθυμίου και μόνο μέσα από έναν διάλογο θα μπορούσαμε να μάθουμε τις πραγματικές της απόψεις για το θέμα αυτό (εν. της ιδιωτικής αν. εκπαίδευσης) και επειδή η δική μου εμπειρία από το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι κάπως διαφορετική, για τους λόγους αυτούς δεν θα εξετάσω την παραίτησή της από αυτή την σκοπιά.
Αυτό, λοιπόν, που μου έκανε εντύπωση στο παρόν κείμενο είναι ακριβώς η παραίτηση και γι' αυτήν θέλω να μιλήσω, διακινδυνεύοντας προεκτάσεις που ίσως η ίδια η καθηγήτρια να μην υποστηρίζει. Ως εκ τούτου δεν επιχειρώ να ερμηνεύσω ή να δικαιώσω εκείνη, αλλά να μιλήσω για αυτό που εγώ εννόησα διαβάζοντας το κείμενό της.
Η παραίτηση είναι το ώριμο βήμα που μας περιμένει να το πραγματοποιήσουμε όταν πλέον αποφασίσουμε να πάψουμε να γκρινιάζουμε για ό,τι βλέπουμε γύρω μας ή ζούμε και κάπως μας ενοχλεί ή δεν μας αρέσει.
Η παραίτηση στην οποία αναφέρομαι δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα ούτε φυγοπονία, είναι κοπή των δεσμών που μας συγκρατούν μέσα στην επικράτεια της δυσανεξίας και της νεύρωσης.
Οι δεσμοί αυτοί είναι το υπερ-πλήρωμα της χαμένης μας ακεραιότητας: ό,τι αδυνατούμε για διάφορους λόγους να στηρίξουμε ως προσωπικό πλήρωμα και ακεραιότητα, ό,τι μας λείπει από το πρόσωπό μας, (επειδή δεν γνωρίζουμε, φοβόμαστε, λαμβάνουμε διάφορες ικανοποιήσεις, υλικές ανταμοιβές κλπ.) αυτό αναπληρώνεται από εξαντλητικούς δεσμούς - δεσμεύσεις με ένα σύστημα το οποίο μπορεί να υπηρετούμε ή να πολεμάμε, να θαυμάζουμε ή να γκρινιάζουμε, να του επιτιθέμεθα κρατώντας διάφορες ιδεολογικές σημαίες, αλλ'όμως αδυνατούμε να αποσπαστούμε από αυτό. Στην καλύτερη περίπτωση οι δεσμοί αυτοί λαμβάνουν τον χαρακτήρα "υπαλληλίας".
Η εξάντληση, όμως, των ορίων αυτής της υπαλληλίας -αλληλοεξάρτησης, που κάποτε συντελείται, οδηγεί σε διάφορους "κανιβαλισμούς". Χρησιμοποιώ τον όρο "κανιβαλισμός" θέλοντας να υπογραμμίσω τον χαρακτήρα μεταβολισμού που έχει αυτή η αλληλεξάρτηση. Ο "κανιβαλισμός" είναι το τελικό στάδιο και ως συμπεριφορά ευδοκιμεί ιδιαιτέρως μεταξύ αυτών που ιδεολογικά αντιτίθενται στο "σύστημα" , είναι ένδειξη των ορίων στα οποία έχει φτάσει η εξάρτησή τους από αυτό. Είναι ιδιαιτέρως κουραστικός, επαναλαμβανόμενος, στατικός, βαρετός...
Ο "κανιβαλισμός" είναι σε τελική ανάλυση το σύγχρονο Δόγμα!
Παραιτούμενοι από την συνθήκη ενός συστήματος με το οποίο δεν συμφωνούμε, κάνουμε την πρώτη πράξη και γι' αυτό ονόμασα "βήμα" την παραίτηση, γιατί ακριβώς πρόκειται για μια διαδικασία και όχι για ένα στατικό γεγονός. Θα μπορούσε δηλ. κάποιος/α καθηγητής/τρια ή και ο οποιοσδήποτε που βρίσκεται σε παρόμοια ή εντελώς διαφορετική θέση που όμως πλέον δεν τον "χωράει" να βγει από το σύστημα ως φυσικό πρόσωπο, να πάψει να παρίσταται εκεί, θα μπορούσε όμως και να μην συμβεί αυτό. Το κεντρικό θέμα ή η ουσία της παραίτησης είναι να διακηρύξει κανείς με πράξη πρώτη την υπαρκτική του διαφορά ως: εγώ υπάρχω αλλιώς, εδώ ή εκεί, μέσα ή έξω, πάντως αλλιώς. Κι αυτό το "αλλιώς" να είναι πλήρες, να στηρίζεται εσωτερικά, να έχει σάρκα και οστά, δηλαδή να έχει ως θετικό "γέμισμα" την ίδια την ηθική υπόσταση, την καθημερινή συμπεριφορά, εν τέλει την ζωή του παραιτούμενου.
Είναι μια τέτοια πρωτόβουλη στάση εφικτή; και τι είναι αυτό που μπορεί να στηρίξει μια τέτοια μεγάλη μεταστροφή, αυτή την πρώτη πράξη;
Για να απαντήσουμε σ' αυτά τα ερωτήματα πρέπει να έχουμε μια αντίληψη περί της ελευθερίας του ανθρώπου: αν δηλ. ο άνθρωπος παρ' ότι βρίσκεται μπλεγμένος σε διάφορες ιστορικά προσδιορισμένες καταστάσεις έχει την δυνατότητα να τις υπερβαίνει ή είναι δέσμιος μιας αιτιοκρατίας έναντι της οποίας κάποιοι μπορεί να παίρνουν μια θέση βολική και άλλοι άβολη... πάντως δεν μπορούν να την παρακάμψουν.
Η προσωπική μου άποψη είναι, ότι αυτό που ωθεί τον άνθρωπο σε κάθε περίπτωση να πράξει έτσι ή αλλιώς είναι η επιθυμία για ακεραιότητα του προσώπου, η οποία αναφέρεται στην μοναδική προσωπική σχέση την οποία επιθυμούμε να έχουμε με τα αντι-κείμενα αυτού του κόσμου, είτε αυτά είναι οι άλλοι άνθρωποι, είτε το επιστημονικό αντικείμενό μας, είτε η κοινότητα στην οποία εντασσόμαστε, είτε η γνώση στο σύνολό της. Το τι είδους θα είναι αυτή η σχέση και ποιά θα είναι η υφή της, είναι τελικά κάτι που εμείς αποφασίζουμε ως το κατάντικρυ του προσώπου μας.
Αυτοί που επιθυμούν να διακηρύξουν την ακεραιότητά τους διαφοροποιούμενοι από ένα σύστημα που δεν τους εκφράζει, οφείλουν με θάρρος να λαμβάνουν το ρίσκο της παραίτησης από τους δεσμούς του (φυσικούς ή κατηγορικούς ή ηθικούς) και να μην τσαλαβουτάνε στις λιμνοθάλασσες της γκρίνιας και των ιδεολογικών φενακισμών, που πλέον αποτελούν τα "κενά πουκάμισα" της δειλίας τους και που τόσο πολύ έχουν βολέψει, τόσο πολύ κόσμο, για τόσο πολύ χρόνο....
Κλείνοντας το σχόλιο αυτό, θέλω να ευχαριστήσω την κ. Ευθυμίου, της οποίας το κείμενο της παραίτησης στάθηκε η αφορμή για την έκθεση των παραπάνω απόψεων και να της ευχηθώ καλή συνέχεια στο έργο της.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου