Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_S. Kierkegaard: Η έννοια της απελπισίας







 S. Kierkegaard

(1813 - 1855) 





  • Η έννοια της Απελπισίας
    στο έργο του Σ.  Κίρκεγκορ

    μια εκ παραλλήλου εξέταση:

    ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ
    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
    ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
    τρεις  «άγιοι» στην πλατεία Εξαρχείων

    SOREN KIERKEGAARD ένας ιππότης της πίστης στην Κοπεγχάγη





    Εισαγωγικά

    Η ιδέα γι’ αυτήν την παραλληλία μού γεννήθηκε από δύο δυσκολίες που αντιμετώπισα στην προσπάθειά μου προσεγγίσω το έργο του Δανού φιλοσόφου:
    Η πρώτη είχε να κάνει με μια διαρκή αμφιταλάντευση  που ένιωθα  για το εάν έπρεπε να αρκεστώ σε μια περιγραφική και αναγκαστικά περιληπτική αναπαραγωγή του έργου του φιλοσόφου, κατά την καθεστηκυία  τάξη και συνήθεια των εργασιών αυτού του είδους (προπτυχιακό) στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο ή να επιχειρήσω κάτι άλλο.
    Η δεύτερη προερχόταν από την δυσχέρειά μου να αποσπάσω από τα κείμενα που διάβαζα την φιλοσοφική σκέψη -τα λεγόμενα φιλοσοφικά επιχειρήματα-  από την ζωή του φιλοσόφου έτσι όπως αυτή ένιωθα συνεχώς να συμπλέκεται και να αποτυπώνεται σ’ αυτά, μ’ έναν τρόπο επίμονο και αξεδιάλυτο.

    Η μεν πρώτη με οδήγησε σε μερικές άκαρπες προσπάθειες περιλήψεων, παρόμοιες μ’ αυτές που αφθονούν σε διαδικτυακούς τόπους και εν τέλει στην απόρριψη κάθε περίληψης καθώς και σε μερικές σκέψεις για την χαμένη ζωντάνια των φιλοσοφικών σπουδών και η δεύτερη στην συνειδητοποίηση της ουσιαστικής αντιδιαστολής – διαφοράς που καθιστά την  υπαρξιακή φιλοσοφία διακριτή σε σχέση με τα άλλα σύγχρονα ρεύματα της φιλοσοφίας.
    Και οι δύο αυτές δυσκολίες μου έδωσαν να καταλάβω ότι βρισκόμουν σ’ένα «Είτε-Είτε»,  ακριβώς μέσα στα ταραγμένα νερά του Kierkegaard.

    Αποφάσισα λοιπόν ένα «άλμα» σε μια τρίτη κατάσταση : να εμπλέξω σε μια εκ παραλλήλου εξέταση την κοινωνική, πολιτική και κατά την γνώμη μου εν τέλει βαθιά υπαρξιακή σύγκρουση που έζησαν 3 Έλληνες σύγχρονοι μας καλλιτέχνες – ο Νικόλας Άσιμος (μουσικός, στιχουργός και συνθέτης), η Κατερίνα Γώγου (ποιήτρια και ηθοποιός) και ο Παύλος Σιδηρόπουλος (τραγουδιστής, στιχουργός και συνθέτης) – με την ανθρώπινη ανεστιότητα που έθεσε για πρώτη φορά με τέτοια οξύτητα, στο νεωτερικό φιλοσοφικό προβληματισμό του υποκειμένου,  ο προπάτορας του υπαρξισμού, S. Kierkegaard.

    Το ερώτημα που με απασχόλησε ήταν : Πώς το πρόταγμα της υπαρξιακής φιλοσοφίας ως συνείδηση της αξίας αλλά και της ευθύνης  αυτοπραγμάτωσης της συγκεκριμένης ανθρώπινης ύπαρξης εκβάλλει στην  εκφρασμένη διαμαρτυρία κατά της δουλείας, της εκμετάλλευσης, της υποβίβασης του ανθρώπινου προσώπου σε άμορφη μάζα, που ενέπνευσε το έργο και τη ζωή των 3 Ελλήνων, «αγίων των Εξαρχείων», καλλιτεχνών;
    Και εάν μπορούμε να βρούμε συνδέσεις και παράλληλες αγωνίες, ποια πρόταση ως διέξοδο κομίζει ο  φιλόσοφος S. Kierkegaard  όταν περιγράφει την συνάντηση - σχέση του ανθρώπου με τον χριστιανικό Θεό ως απάντηση στην υπαρξιακή αγωνία;

    Τέλος, αλλά όχι τελευταίο, πέρα από τις «εξηγήσεις» που παρέχουν οι επιμέρους ανθρωπιστικές επιστήμες (πχ Ψυχολογία, Κοινωνιολογία, Πολιτική κλπ) για παρόμοια φαινόμενα – ατομικές περιπτώσεις-  η Φιλοσοφία  οφείλει  να διατυπώνει  κριτική δικαιολόγηση, σκοπεύοντας, στην κατά τον Λόγο, απόδοση νοήματος.





    1. Η θραυσματική ζωή  του S. Kierkegaard
                     
                                  Νulla dies sine lacrima[1]
                                              (Ουδεμία ημέρα χωρίς δάκρυα)

    Έχω την πεποίθηση ότι κανείς αναγνώστης του S. Kierkegaard δεν θα μπορούσε να επιτύχει μια διείσδυση στο έργο του εάν πρώτα δεν έκανε αναφορά στην ζωή του.  Διαβάζοντας το «Φόβο και Τρόμο», την «Τα φιλοσοφικά ψιχία», την «Έννοια της Αγωνίας» κ.άλ. αλλά και μπροστά  στην πρωτοτυπία των ψευδωνύμων[2] που χρησιμοποίησε για την έκδοση πολλών έργων του, νιώθει κανείς ότι εάν ο S. Kierkegaard δεν ζούσε αυτήν την συγκεκριμένη ζωή δεν θα έγραφε ποτέ αυτό το έργο, τουλάχιστον με την ένταση και το πάθος που μας παραδίδεται.

    Η ζωή του  S. Kierkegaard ήταν σύντομη. Γεννήθηκε[3] στις 5 Μαϊου 1813 και πέθανε μετά από 42 χρόνια στις 11 Νοεμβρίου 1855. Δεν ταξιδέψε εκτός Δανίας –εκτός από ένα μικρό διάστημα 4 μηνών που παρακολούθησε τα μαθήματα του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου Schelling στο Βερολίνο-  έζησε όλα τα χρόνια του στην Κοπεγχάγη, δεν άσκησε κανένα επάγγελμα,  μπόρεσε όμως να επηρεάσει  με τις ιδέες του την εποχή του, αλλά και τον 20ο αιώνα και να γίνει ο πρόδρομος των πιο μοντέρνων και μεταμοντέρνων αντιλήψεων για την ανθρώπινη ύπαρξη.

    Ο S. Kierkegaard αναμφίβολα ανήκει στην ολιγάριθμη εκείνη ομάδα των φιλοσόφων που ταυτίστηκαν με  την φιλοσοφία τους και έζησαν μέσα από αυτήν[4]. Η σύμπτυξη ζωής και έργου στον  Kierkegaard είναι τόσο έντονη που δεν υπάρχει βιογραφική αναφορά που να μην περιλαμβάνει: τα βασικά πρόσωπα, δηλαδή τον πατέρα του, την μνηστή του Regine Olsen, τους θανάτους των αδελφών του, την περίφημη πλέον κατάρα, τον επίσκοπο Mynster, την έριδα με τον θεολόγο Martensen, καθώς και πλήθος περιστατικών που καταγράφει ο ίδιος στις χιλιάδες σελίδες των ημερολογίων του.

    Δημιουργείται έτσι η  εντύπωση πως βρίσκεσαι μπροστά σε μια ζωντανή  θεατρική σκηνή όπου δεν λείπει τίποτα : τα κεντρικά πρόσωπα, τα τραγικά γεγονότα, οι συνθλιπτικές καταστάσεις, ο απραγματοποίητος μεγαλειώδης έρωτας, η θυσία, η μοναξιά, η αμαρτία, ο θάνατος, όλα μιλούν δραματοποιημένα συμπληρώνοντας, πληρώντας με παλλόμενο βιωματικό στοιχείο το φιλοσοφικό έργο του.
    Ο Δανός φιλόσοφος είχε από νωρίς το αίσθημα ότι γεννήθηκε στον αστερισμό της δυστυχίας και του αμαρτήματος.
    Οι οπαδοί των ψυχαναλυτικών ερμηνειών θα έβρισκαν σίγουρα πολλές επιβεβαιώσεις των βασικών θεωρητικών τους παραδοχών:  στη σχέση του φιλοσόφου  με τον πατέρα του Michael Petersen  Kierkegaard,  ο οποίος του μεταφέρει την έμμονη ιδέα της δυστυχίας, στην τραυματική ανακάλυψη του γιού ότι ο πατέρας του ενόσω ζούσε η πρώτη του σύζυγος είχε διαπράξει την αμαρτία της σαρκικής ένωσης με την υπηρέτριά του και η οποία μετά από λίγους μήνες γέννησε το πρώτο από τα εφτά παιδιά τους, στην δυστυχία ενός παιδιού που έπρεπε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η μάνα του είχε αναγκαστεί να παντρευτεί μετά από βιασμό και ότι αυτός και ο αδελφός του έπρεπε να εξιλεωθούν για τα αμαρτήματα του πατέρα τους, στην άκαμπτη και αυστηρή λουθηριανή θρησκευτική αγωγή που τον αναγκάζει σε σπουδές θεολογίας, στην ρήξη με τον αδελφό του και στην απομάκρυνσή του από την πατρική εστία.
    Όταν ο Kierkegaard, μετά από ένα διάστημα άστατης, εργένικης ζωής,  συμφιλιώνεται με τον πατέρα του, αυτός πεθαίνει σε λίγους μήνες, και ο Kierkegaard γράφει : Πέθανε, όχι ως προς εμένα, αλλά για μένα, προκειμένου, κατά το δυνατόν, κάτι να εκδηλωθεί από εμένα[5].
    Ο Kierkegaard νιώθει την πίεση μιας ηθικής υπερεξουσίας, ζει μια ταπεινωμένη παιδικότητα και βρίσκει καταφύγιο στην εσωτερικότητα ως μια διαρκή πάλη για αυτοπραγμάτωση. 
    Κατά ομολογία όμως του ίδιου του Φρόιντ η ψυχαναλυτική προσέγγιση δε αρκεί για  να δικαιολογήσει στο σύνολό του  ένα πνευματικό έργο[6].

    Έτσι εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τις ρίζες της κιγκερντιανής φιλοσοφίας θα πρέπει να αποσπαστούμε από τα βιωματικά περιστατικά και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το φιλοσοφικό αίτημα στο οποίο η φιλοσοφία της ύπαρξης, που διατυπώνει ο Δανός φιλόσοφος, έρχεται να απαντήσει. Διότι ασφαλώς καμία παιδική τραυματική ιστορία δεν είναι ικανή από μόνη της να εντάξει στους κόλπους της φιλοσοφίας και να κρατήσει ενταγμένο, πόσο μάλλον να γεννήσει ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης, εάν αυτό δεν ερείδεται σε καθολικές έννοιες και εννοιολογήσεις.

    Επιπλέον θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στις θεωρητικές προσεγγίσεις της υπαρξιακής φιλοσοφίας βασίστηκε η Υπαρξιστική συμβουλευτική Ψυχοθεραπεία, που αναπτύχθηκε τον 20ο αιώνα όταν το υπαρξιακό ερώτημα του νοήματος της ανθρώπινης ζωής άρχισε να βασανίζει πολλούς ανθρώπους.


    1. Η Εποχή του K i e r k eg a a r d

    Μόνο ένας νεκρός μπορεί να τα καταφέρει με την κατάσταση της Δανίας. Η ακολασία, ο φθόνος, το κουτσομπολιό και η μετριότητα επικρατούν παντού. Αν επρόκειτο να πεθάνω τώρα, το αποτέλεσμα της ζωής μου θα ήταν εξαιρετικό´ πολλά από αυτά που απλά προχειρόγραψα στα ημερολόγιά μου θα γινόταν σημαντικά και θα είχαν μεγάλη επίδραση´ διότι τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν μαζί μου...
    Ημερολόγιο (Δεκέμβριος 1849)

    Νομίζω ότι δεν θα υπερβάλλαμε εάν λέγαμε ότι η φιλοσοφική σκέψη του Kierkegaard ξεπηδάει, μπαίνει στη μέση, με τον τρόπο μιας κραυγής, ενός ξαφνιάσματος.
    Έχουν προηγηθεί δύο αιώνες Διαφωτισμού και έχουν διατυπωθεί τα πιο μεγαλειώδη φιλοσοφικά συστήματα από φιλοσόφους – ορόσημα στην παγκόσμια διανόηση. Ο νέος κόσμος προχωράει ραγδαία και στο προοδευτικό αυτό ξέσπασμα ο άνθρωπος, ως ατομική ύπαρξη μοιάζει να μπαίνει στο περιθώριο.

    Συνήθως οι αναφορές στο πρόσωπο του πατέρα Kierkegaard εστιάζουν στην ένταση της σχέσης μεταξύ αυτού και του φιλοσόφου. Όμως ο ίδιος ο πατέρας Kierkegaard υπήρξε μια ζώσα περίπτωση του κόσμου που ανέτειλε και αυτό ήταν το θεμελιώδες αποτύπωμα που θα πρέπει να αναγνώσουμε στην ψυχή και αργότερα στην σκέψη του φιλοσόφου.
    Σε ηλικία 12 ετών βόσκοντας πρόβατα μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες και τραχείς συνθήκες, σ’ ένα παγωμένο βουνό, αγανακτισμένο από τα βάσανα της ζωής του, το μικρό παιδί εξαπολύει ύβρεις κατά του Θεού. Από τότε όλα θ’ αλλάξουν. Σε λίγο θα βρεθεί στην Κοπεγχάγη όπου δραστηριοποιούμενος στο εμπόριο μαλλιού θα γίνει σε σύντομο χρόνο ένας ευυπόληπτος και ευκατάστατος αστός.
    Οι δύο αυτές όψεις της ζωής που έζησε ο πατέρας, από τη μια να βρίσκεται απροστάτευτος στο έλεος του Θεού – της Φύσης και από την άλλη να εντάσσεται σε ένα λογικά δομημένο και άνετο νέο κόσμο που συνεχώς αποκρυπτογραφεί και υποτάσσει το φυσικό στοιχείο, αποτελούν την καλύτερη εικόνα μιας βίαιης μετάβασης, που συντελείται μέσα σε μια μόλις γενιά, μιας ολόκληρης εποχής από το μεσαιωνικό, προβιομηχανικό μοντέλο αντίληψης του υποκειμένου στο διαφωτισμένο βιομηχανικό.
    Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο διαφορετικά υποκείμενα διαμορφώνεται μια σύγκρουση: καταρρέουν πρότυπα σχέσεων και αξίες αλλά και η ίδια η αντίληψη που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και ό,τι τον υπερβαίνει. Η δημιουργία μιας σχέσης με το υπερβατικό, το απόλυτο, το άπειρο σ΄έναν απομαγευμένο κόσμο καθίσταται και πάλι θεμελιώδης.

    Ο Kierkegaard νιώθει αυτόν τον διχασμό σε όλο το φιλοσοφικό του βάθος. Πρόκειται για μια νέα πορεία του ανθρώπου που θα πρέπει να την διανύσει χωρίς πίστη ή με μια πίστη χρηστική, χωρίς βάθος και πάθος. Η νέα εποχή επιβάλλει την καρτεσιανή αμφιβολία για όλα[7]. Επιπλέον, αν κάτι δεσπόζει στην εποχή του και ο Δανός το θέτει σε ανηλεή κριτική, είναι το εγελιανό «σύστημα»[8], το οποίο διακηρύσσει την κατάργηση της πίστης και εντός του οποίου η ατομικότητα δεν υφίσταται αλλά υποτάσσεται σε μια νοησιαρχική σύλληψη των αντιθέσεων μεταξύ απείρου και πεπερασμένου, σχετικού και απολύτου, προκειμένου να εκδιπλωθεί το Παγκόσμιο Πνεύμα.

    Ο άνθρωπος νιώθει ριγμένος στον κόσμο, και αναζητεί το υπαρξιακό ε ί ν α ι ως εσωτερικό, πυρηνικό  και ατομικό, για το οποίο  κάθε εξωτερίκευση, κάθε προσπάθεια σύνδεσης επιφέρει την αλλοίωση και βιώνεται ως εκφυλισμός ή νοθεία. Ο πόθος για θέαση του απολύτου μεταφέρεται εντός και μέσα στο διαφωτισμένο προτεσταντικό υποκείμενο, ενώ δεν γίνεται δεκτή καμία  διαμεσολάβηση.
    Η σχέση αντικειμένου – υποκειμένου  που έχει περιγραφεί στο έργο πολλών φιλοσόφων   –από τον τον Πλάτωνα ως «κόσμος των Ιδεών» και «κόσμος της δόξας» έως τον Καντ ως «φαινόμενα» και «νοούμενα» - και είχε περισσότερο γνωσιοθεωρητική αξία, με την έννοια του «τι μπορώ να γνωρίζω» και «τι απ’ όσα γνωρίζω είναι αληθές» με τον προτεσταντισμό μεταφέρεται εξ ολοκλήρου εντός του υποκειμένου και θέτει την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εσωτερικότητα του ατόμου η οποία  ποθεί να θεαθεί το Απόλυτο και στην εξωτερικότητα ως τον αντικείμενο κόσμο, ως το «άλλο εγώ» και περιέχει τον καταναγκασμό.

    Αυτή η άμεση σχέση Θεού – απείρου – απολύτου – αιωνίου με την ανθρώπινη – πεπερασμένη – έγχρονη ύπαρξη εγκαθιστά μια «πρόσωπο με πρόσωπο» συνομιλία με το θείο, μετατρέποντας έτσι την ίδια την υποκειμενικότητα σε απόλυτη αξία.   Είναι ένα εσωτερικό και ατομικό δράμα, ο μοναχικός διάλογος της ψυχής με τον Θεό και, μαζί, η εμπειρία του αδύνατου του διαλόγου αυτού, εξαιτίας της υπερβατικής φύσης της θεότητας.
    Είναι στο σημείο όπου γεννιούνται δύο πράγματα : από τη μια η κανονιστική ηθική στα πλαίσια του αστικού συστήματος και ανταγωνισμού των νέων αστών και από την άλλη  η αγωνία η οποία θα μετατρέπεται σε απελπισία όσο δεν βρίσκει διέξοδο στην ελπίδα και στην πίστη.

    Το υποκείμενο καθίσταται ύπαρξη στον βαθμό που εγκολπώνεται, αφομοιώνει, λαμβάνει μέσα του το άπειρο πασχίζοντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυνατότητες πραγμάτωσης και αντιθέσεις.
    Κατ’ αυτή την έννοια υπάρχει μόνο ο άνθρωπος και δεν υπάρχουν τα δέντρα ή τα ζώα, ούτε καν ο Θεός. Και κατ’ αυτή την έννοια η ύπαρξη είναι μια εξαίρεση και το υποκείμενο λαμβάνει θέση απολύτου,  η δε Αλήθεια είναι η υποκειμενικότητα.
    Η σύνδεση της έγχρονης πεπερασμένης ύπαρξης με τον εξωτερικό κόσμο, αυτή η σχέση αντικειμένου – υποκειμένου που μέχρι τώρα είχε γνωσιοθεωρητικό χαρακτήρα, στον υποκειμενισμό του Kierkegaard μπορεί πραγματοποιηθεί μόνο στην σφαίρα της Ηθικής, που είναι ο χώρος του γ ε ν ι κ ο ύ. Γι’ αυτό και η ηθική ως πράξη λαμβάνει κεντρική θέση στον προτεσταντικό κόσμο και ο  άνθρωπος μπορεί να ενταχθεί και να ζήσει πράττοντας στον κόσμο μόνο ως ηθικό υποκείμενο, υιοθετώντας τους γνώμονες της κοινότητας.
    Έτσι η Ηθική δεν είναι απόρροια της θρησκευτικής πίστης αλλά η ανάγκη για έλλογη τακτοποίηση της ανθρώπινης πράξης. Η πίστη δε στον Kierkegaard λαμβάνει ένα εντελώς άλλο περιεχόμενο όπως θα δούμε παρακάτω.


    1. Η Σκέψη του K i e r k e g a a r d

    «Ο σκοπός είναι να βρεθεί μια αλήθεια η οποία είναι αληθινή για εμένα, να βρεθεί η ιδέα για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω».
      Ημερολόγιο, 1η Αυγούστου 1835

    Στον Kierkegaard εμφανίζεται πλήρως η διαμάχη του προτεσταντικού υποκειμένου με το «άλλο εγώ». Η γνωστή διάλυση του αρραβώνα του με την Regine, η οποία θα αποτελέσει το πρόσωπο στο οποίο θα απευθύνει σχεδόν το σύνολο του έργου του, είναι ακριβώς η βίωση της δυσκολίας που αντιμετωπίζει το προτεσταντικό υποκείμενο στην προσπάθειά του να ενταχθεί ομαλά και ουσιαστικά μέσα στον κόσμο.
    Ο κόσμος, με ό,τι αυτός περιλαμβάνει: άλλα πρόσωπα, κοινωνικές σχέσεις, ηθικές νόρμες, καθημερινές επαφές και δεσμεύσεις, στέκει ως εμπόδιο στην εσωτερική αναζήτηση. Εμπόδιο επίσης αποτελεί η Διάνοια ως έκφραση της νοητικής επιβολής, της δια του νου κυριαρχίας ή απαίτησης του ανθρώπου να θεαθεί το υπερβατικό και θείο.

    Έτσι ο Kierkegaard αποφασίζει να αναζητήσει τις ρίζες της δικής του φιλοσοφίας  στις πηγές του υπαρξιακού στοχασμού που βρίσκει στην σωκρατική διαλεκτική και στις πηγές της πίστης που βρίσκει στις ιστορίες της Βίβλου.

    Για τον Kierkegaard ο Σωκράτης είναι ο πρώτος υπαρξιακός φιλόσοφος, στον οποίο βρίσκει και αναδεικνύει δύο έννοιες : την ειρωνεία και την εσωτερικότητα.
    Στην διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Η έννοια της ειρωνείας με σταθερή αναφορά στον Σωκράτη» που υπέβαλε το 1841 για να του απονεμηθεί ο τίτλος του διδάκτορος των τεχνών του Πανεπιστήμιου της Κοπεγχάγης αναφέρει :
    «Ο Σωκράτης υπογραμμίζει την σπουδαιότητα της συνείδησης όχι στο επίπεδο της σοφιστικής αλλά σ’ αυτό της θεωρίας. Άγγιξε το «είναι καθ’αυτό» και το «είναι δι’ εαυτόν» σαν τέτοιο μπροστά στη σκέψη. Άγγιξε αυτόν τον ορισμό της γνώσης που έκανε το άτομο ξένο στην αμεσότητα όπου είχε μέχρι τότε ζήσει»[9]

    Με τον Kierkegaard η φιλοσοφία επανέρχεται στην σωκρατική της αφετηρία και γίνεται καταρχήν υποκειμενική σκέψη, προσωπική φροντίδα, για την οποία το άτομο ρισκάρει την ύπαρξή του και το πεπρωμένο του. Σε μια ιστορία του καθολικού, κατά τα εγελιανά πρότυπα,  τα αντίθετα μπορούν να συνδιαλλαγούν, γιατί η αντίθεσή τους είναι φαινομενική, απλή αντίθεση αντιλήψεων.
    Στην ύπαρξη, όμως, οι αντιθέσεις είναι ασυμβίβαστες, αντιφατικές, είναι διαζευκτικές έννοιες που αποκλείουν η μία την άλλη. Όπου η αφηρημένη λογική βλέπει μια σύνθεση που θριαμβεύει διαρκώς πάνω απ’ όλες τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις της ζωής, η προσωπική και συγκεκριμένη ύπαρξη δοκιμάζει το «είτε-είτε» των διαζευκτικών λύσεων. Επομένως η πραγματικότητα δεν είναι ενιαία λογική διαδικασία, καθορισμένη εκ των προτέρων, αλλά σύνολο από άπειρες δυνατότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της αποτυχίας και του μηδενός. Εδώ η έννοια της ζωής δεν είναι εγγυημένη από πριν, από έναν καθολικό νόμο, αλλά είναι μια δυνατότητα (ένα «μπορεί να είναι» ή ένα «μπορεί να μην είναι»), της οποίας η πραγματοποίηση ή η αποτυχία βαρύνει το άτομο με ευθύνη του.

    Καθαριστικός είναι εδώ ο ρόλος του δασκάλου ο οποίος μέσα από την τέχνη των ερωτήσεων, την υπονομευτική ειρωνεία θα πρέπει να καθοδηγήσει τον μαθητή στην διαπίστωση της άγνοιάς του και της αν-αλήθειας μέσα στην οποία βρίσκεται, απομακρυσμένος από την εσωτερική α-λήθεια, μνήμη, του ε ί ν α ι.

    Αν όμως η θεμελιώδης κατηγορία του όντος είναι η δυνατότητα, η χαρακτηριστική κατάστασή του είναι η αστάθεια, η αναποφασιστικότητα, ανάμεσα στις διαζευκτικές δυνατές λύσεις. Το συναίσθημα το οποίο υπάρχει στο βάθος κάθε ανθρώπινης ύπαρξης και αντανακλά αυτή την αξεπέραστη ανάγκη αποφασιστικότητας είναι το άγχος.
    Κατά τον Kierkegaard., το λατινικό existere (υπάρχω) σημαίνει ex-sistere, δηλαδή ξεπροβάλλω και βγαίνω από την απροσδιοριστία του μηδενός, βγαίνω από την ανυπαρξία όπου ακόμη ταλαντεύομαι μεταξύ του είναι και του μη είναι. Και ακριβώς μπροστά στην προοπτική των άπειρων αντιφατικών δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά του, το άτομο νοιώθει το άγχος, δηλαδή τον ίλιγγο μιας επιλογής από την οποία θα εξαρτηθεί ολόκληρο το πεπρωμένο του.

    Στην φιλοσοφική ανθρωπολογία του Kierkegaard. η έννοια της αγωνίας προβάλλει ακόμα από την εποχή της αθωότητας, ως το κέντρο όλου του προβλήματος. Ο άνθρωπος είναι μια αδιανόητη  σύνθεση ψυχής και σώματος που πραγματοποιείται μέσα σ’ ένα τρίτο το πνεύμα. Το πνεύμα λειτουργεί ταυτόχρονα εχθρικά ενοχλώντας την αρμονική σχέση ψυχής - σώματος (απρόσκοπτη ικανοποίηση ενστίκτων) και συμφιλιωτικά αφού συγκροτεί την σχέση. Αυτή τη στιγμή η αθωότητα βρίσκεται στην αποκορύφωσή της ως άγνοια. και η αγωνία της αφορά το μηδέν.
    Η αγωνία βρίσκει το αντικείμενό της μέσα στην ανθρώπινη ελευθερία. Όταν ο Θεός  στη Γένεση λέει στον Αδάμ «Από δέ του ξύλου του γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν, ού φάγεσθε απ’ αυτού» ενεργοποιείται η αγωνιώδης δυνατότητα του ότι μπορεί. Αυτό που μέλλεται να ακολουθήσει είναι η διάκριση Καλού – Κακού και η ανώτερη μορφή έκφρασης της αγωνίας ανάμεσα στο είναι και  δεν είναι[10].

    Από αυτή τη δοκιμασία του άγχους διαμορφώνονται εκείνα που αποτελούν, κατά τον   Kierkegaard., τις τρεις μορφές ή τα τρία θεμελιώδη στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης: το αισθητικό στάδιο, το ηθικό στάδιο και το θρησκευτικό στάδιο.

    Η αισθητική ύπαρξη είναι η ύπαρξη του ανθρώπου που αφήνεται να ζει κάθε στιγμή μέσα σε μια ποιητική μέθη, όπου κυριαρχούν η φαντασία και οι πόθοι. Ο αισθητικός άνθρωπος, είναι προικισμένος με μια λεπτότατη αίσθηση για ό,τι είναι ενδιαφέρον στη ζωή. Ξεφεύγει από τις αθλιότητες και τις κοινοτοπίες της κοινής ύπαρξης και συγκεντρώνεται στην απόλαυση και στην ενατένιση εκείνου που είναι πρωτότυπο και ωραίο. Ο αισθητικός δεν επιλέγει, αλλά περνά από τη μία εμπειρία στην άλλη   έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη μόνο στο αισθητήριο και στην ευαισθησία του. Αλλά ακριβώς επειδή δεν επιλέγει, ο αισθητικός κατασπαταλά την προσωπικότητά του και καταλήγει στην πλήξη, δηλαδή στην απελπισία μιας ζωής που ζητά την πλήρωσή της διαρκώς σε διαφορετικά περιεχόμενα.

    Το δεύτερο στάδιο, το ηθικό, αρχίζει με την ειρωνεία που ανυψώνει τον άνθρωπο πάνω από τον κόσμο όπου βρίσκεται βυθισμένος ο αισθητικός. Όπως η αισθητική ζωή ενσαρκώνεται στον γόη, έτσι η ηθική ζωή ενσαρκώνεται στον σύζυγο. Ο γάμος είναι η τυπική έκφραση της ηθικότητας, γιατί το στάδιο της ηθικότητας είναι, κατά τον Kierkegaard , το στάδιο του ατόμου που ενσωματώνεται και αφομοιώνεται στην κοινωνία. Η εργασία, οι κοινωνικές σχέσεις, οι οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις αποτελούν εδώ το περιεχόμενο της ατομικής ύπαρξης, γιατί το άτομο που ζει σε αυτό το στάδιο έχει αποδεχθεί να δώσει στον εαυτό του μια συγκεκριμένη φυσιογνωμία, να καθοριστεί σύμφωνα με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα και να ενεργεί ως μέλος του ανθρώπινου γένους.
    Αλλά η ηθικότητα είναι επίσης η σφαίρα της συμβατικότητας, της καθαρά εξωτερικής νομιμότητας που καταπιέζει τον άνθρωπο, καταδυναστεύοντας τον πιο εσωτερικό και βαθύτερο αυθορμητισμό του. Η ηθική σφαίρα, γενικά, είναι η σφαίρα της αστικής κοινωνικής ζωής, όπου ο άνθρωπος κυριαρχείται από εξωτερικές αξίες, προς τις οποίες συμμορφώνεται παθητικά. Πέρα από αυτό το στάδιο, το οποίο ο υπαρξισμός καθόρισε αργότερα ως το στάδιο της «μη αυθεντικής» και απρόσωπης ύπαρξης (το στάδιο όπου κυριαρχεί το «λέγεται», «πιστεύεται», «γίνεται», με όλα τα επακόλουθα των συμβάσεων και των ταμπού της αστικής αξιοπρέπειας), ο Kierkegaard  θέτει τη θρησκευτική σφαίρα, τη μόνη στην οποία εκφράζεται η αληθινή έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης.

    Τη φύση της θρησκευτικής εμπειρίας παρουσιάζει ο Kierkegaard  στο έργο του «Φόβος και τρόμος», υπό το φως του δράματος του Αβραάμ, ο οποίος, αφού έζησε μέχρι τα εβδομήντα χρόνια του σεβόμενος τον ηθικό νόμο, πήρε από τον Θεό τη διαταγή να σκοτώσει τον γιο του, Ισαάκ. Η θεϊκή διαταγή εμφανίζεται εδώ σε όλη τη βίαιη αντίθεσή της προς τους ηθικούς και φυσικούς κανόνες που διέπουν την κοινωνία και την οικογένεια. Υπακούοντας στη διαταγή του θεού, ο Αβραάμ ακολούθησε βέβαια την πίστη του, αλλά με τίμημα την πλήρη ρήξη με το σύνολο των ανθρώπων και με τους κανόνες τους οποίους αναγνώριζαν.
    Η θρησκευτική εμπειρία λοιπόν είναι η περιοχή της μοναξιάς και της σιωπής. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος πραγματοποιεί το άλμα, την κίνηση του απείρου η οποία προηγείται της πίστης.
    Γράφει ο Kierkegaard
    «Το παράδοξο της πίστης συνίσταται στο ότι υπάρχει μια εσωτερικότητα ασύμβατη προς την εξωτερικότητα κι αυτή η εσωτερικότητα, έχει σημασία να το υπογραμμίσουμε δεν είναι ταυτόσημη με την προηγούμενη αλλά είναι μια καινούργια εσωτερικότητα»[11].  

    Η πίστη είναι μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, μια σχέση που, όταν τη βλέπει κανείς από έξω, φαίνεται παράδοξη και σκανδαλώδης. Τίποτε δεν αποδείκνυε στον Αβραάμ ότι ήταν ο εκλεκτός. Επομένως, μπροστά στην τρομερή πράξη την οποία επρόκειτο να εκτελέσει, ο Αβραάμ βρισκόταν στην κόλαση του τρόμου και του άγχους. Μόνο που η αβεβαιότητα και η απελπισία ήταν στην προκειμένη περίπτωση τόσο απόλυτες ώστε μπορούσαν να μετατραπούν σε θετικές αξίες.
    Μέσα από αυτές, πραγματικά, ο άνθρωπος ανακαλύπτει το πεπερασμένο της φύσης του, αισθάνεται την εξάρτησή του από ένα ανώτερο ον και έρχεται σε επαφή με τον Θεό. Η απελπισία έχει λοιπόν τη ρίζα της στην εξάρτηση του ανθρώπου από τον Θεό και αποτελεί την πεπερασμένη φύση του εγώ. Αφού όμως είναι μόνο απελπισία, δηλαδή έλλειψη ελπίδας και πίστης, το άγχος είναι αμαρτία· ενώ, αν είναι αναγνώριση της εξαρτημένης και πεπερασμένης φύσης του ανθρώπου, το άγχος μπορεί να οδηγήσει και προς την εμπιστοσύνη και την πίστη.

    Παρουσιάζεται εδώ η διαλεκτική φύση, την οποία κατά τον Kierkegaard  έχει η θρησκευτική εμπειρία, εμπειρία μοναχική, προνόμιο των λίγων, εξαιρετική κατάσταση, αλλά και ταπεινότητα και αυταπάρνηση. Όντας λουθηρανική, η δανέζικη Εκκλησία είναι επομένως, κατά τον Kierkegaard, καταδικασμένη, γιατί είναι μια Εκκλησία απολύτως εκκοσμικευμένη. Ο χριστιανισμός δεν μπορεί να μετατραπεί σε κανόνα αστικής ζωής, δημιουργημένο από εγκόσμια σύνεση και υποκρισία. Οι Εκκλησίες, εφόσον προσπαθούν να φυλακίσουν αυτή την υπερβατικότητα, είναι απλώς επίγειοι θεσμοί, ειδωλολατρία άξια καταδίκης.



    Κ ο ι ν ο ί    τ ό π ο ι   κ α ι   δ ι α φ ο ρ έ ς

    Τους τραγικούς και δύσβατους δρόμους που περιέγραψε ο Kierkegaard στο έργο του έμελε να διαβούν έναν αιώνα μετά πολλοί άνθρωποι, που αν και έζησαν μια άλλη εποχή, είχαν άλλες αφετηρίες ακόμα και κοσμοθεωρήσεις οι οποίες απείχαν πολύ από την δική του. Το γεγονός  ότι άγγιξαν την βασική προκείμενη του Δανού φιλοσόφου, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη ριγμένη στον κόσμο, σε μια βασανιστική αναζήτηση – επανάληψη και την οποία είναι υποχρεωμένος να βιώσει, εάν θέλει να υπάρξει ως ένα «απόλυτο εγώ», τους καθιστά «ιδανικούς αυτόχειρες» που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την υποκειμενικότητα όπως αυτή φτάνει και εκφράζεται στις μέρες μας.

    α)  Τρεις «άγιοι»  στην Αθήνα
    Οι τρεις αυτοί άνθρωποι – Νικόλας Άσιμος (1949-1988), Κατερίνα Γώγου(1940 - 1993) και Παύλος Σιδηρόπουλος(1948-1990) -  αποτελούν την  ελληνική εκδοχή της ματαίωσης που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά στον δυτικό κόσμο.
    Οι μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις του  20ου αιώνα έμελε να κριθούν οριστικά την  δεκαετία του 1960. Τότε συνειδητοποιείται για πρώτη φορά ότι τον μεταπολεμικό κόσμο κέρδισαν οι δυνάμεις εκείνες που ευαγγελίζονταν μια επαναδόμηση –υλική και αξιακή-  στηριγμένη σ’ έναν άκρατο ευδαιμονισμό. Ο κόσμος, σε πρώτη φάση, παραδίδεται στους εργολάβους και τους εμπόρους[12] που αναλαμβάνουν να δομήσουν το νέο αστικό τοπίο. Το κύκνειο άσμα της γενιάς του Μάη του ‘68 γράφεται στις δυτικές πρωτεύουσες σε μεγαλειώδεις πολιτικές αναμετρήσεις και κοινωνικές συνειδητοποιήσεις (κινήματα ειρήνης, γυναικείο, δικαιωμάτων μειονοτήτων κλπ) αλλά και μέσα από την κατάρρευση των ψευδαισθητικών ουτοπιών που είχαν γεννήσει τα σοσιαλιστικά καθεστώτα (Άνοιξη της Πράγας κλπ).

    Στην αντίπερα όχθη από τις δυνάμεις εκείνες που αναλαμβάνουν να καθοδηγήσουν πολιτικά και να ενσαρκώσουν το νέο υλιστικό επιστημονικο-τεχνικό κόσμο αλλά και στο περιθώριο των επίσημων κοινοβουλευτικών αντιπάλων τους (αριστερά κόμματα),  που προσπαθούν να διαχειριστούν τις ήττες τους, στις κοινωνικές παρυφές, στα στενοσόκακα των μητροπόλεων του δυτικού κόσμου εμφανίζονται περιπτώσεις ανθρώπων εξαιρετικά ευφυών -θα λέγαμε χαρισματικών- βγαλμένων μέσα από τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων, τους  κύκλους της διανόησης και της καλλιτεχνίας, τα αριστερά και ριζοσπαστικά κινήματα,  οι οποίοι αδυνατώντας να ενταχθούν σ’ αυτόν το νέο κόσμο οδηγούνται συστηματικά στο περιθώριο για να καταστραφούν εκεί. Είναι οι εξόριστοι των μεγαλουπόλεων, κάτι σαν τις σωκρατικές μύγες που αφού πρώτα  ασκήσουν ένα είδος ακαταμάχητης  γοητείας – θα έλεγα την γοητεία του σπινθηροβόλου πνεύματος - στους «συμπολίτες» τους, θα καταδικαστούν και θα οδηγηθούν στον στιγματισμό ή στο θάνατο μέσα από τις ουσίες και την τρέλα.
    Σε παγκόσμιο επίπεδο σημαντικές τέτοιες προσωπικότητες αποτελούν οι : Άλεν Γκίνσμπεργκ[13] , ο Τζάκ Κέρουακ, ο Τζίμι Χέντριξ κ.άλ.
    Συνηθίζουμε να αναφερόμαστε σε αυτούς μέσα από την πολιτική ορολογία χαρακτηρίζοντάς τους «ιδεολόγους», «ουτοπιστές», «επαναστάτες» ή στην καλύτερη περίπτωση, με την γλώσσα των ποιητών[14] μιλώντας, «εκπεσόντες αγγέλους» που δεν άντεξαν, δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα σ’ έναν σκληρό και άκαμπτο αποπνευματοποιημένο κόσμο.
    Ο κατ’ εξοχήν όμως λόγος που αρμόζει για να περιγράψουμε και να κατανοήσουμε τις περιπτώσεις αυτές είναι ο φιλοσοφικός λόγος, και μάλιστα ο λόγος της υπαρξιακής φιλοσοφίας.
    Και οι τρεις προέρχονταν από αστικές οικογένειες, με σχετική οικονομική άνεση και έλαβαν για τα δεδομένα της εποχής καλή μόρφωση σε πανεπιστήμια και σχολές. Υπήρξαν ταλαντούχοι, ο καθένας με τον τρόπο του και θα μπορούσαν να έχουν μια λαμπρή πορεία στο χώρο της μουσικής ή της ηθοποιίας. Έζησαν την ίδια περίοδο μέσα της δεκαετίας του ’60 έως τέλος της δεκαετίας του ’80 στην πρωτεύουσα, σύχναζαν στην ίδια ιστορική πλατεία Εξαρχείων και με τις δράσεις τους έγιναν σημεία αναφοράς. Σήμερα, αν και έχουν πολλά χρόνια φύγει από τη ζωή, η μνήμη τους είναι ζωντανή και συγκινεί ακόμα πολλούς νέους και ευαισθητοποιημένους ανθρώπους. 
    Ασφαλώς δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Kierkegaard κανένα φιλοσοφικό ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα της εποχής του ούτε καμία ανάμιξη σ’ αυτά. Παρ’ όλα αυτά όμως ο  Kierkegaard έρχεται σε ρήξη με το κοινωνικό του περίγυρο. Επιλέγει τα χριστιανικά του ακροατήρια, απευθύνεται σ’ αυτά καυτηριάζοντας το αμβλυμμένο χριστιανικό σθένος τους, εκδίδει ένα μικρό έντυπο από το οποίο εξαπολύει μύδρους κατά της επίσημης εκκλησίας κλπ.    

    Επίσης καμία σχέση δεν είχε ο Kierkegaard με ανθρώπους κατατρεγμένους, φτωχούς ή με χρήστες ουσιών. Ο ίδιος ζούσε από την περιουσία που του είχε αφήσει ο πατέρας του και δεν είχε σχέση με παραισθησιογόνες ουσίες που ήταν συνήθεις στους διανοητικούς κύκλους της εποχής του.  

    Νομίζω όμως ότι εάν περιοριζόμασταν στις ρήξεις που επιχείρησαν οι τρεις καλλιτέχνες και αναζητούσαμε σ’ αυτές κοινά σημεία με τις ρήξεις του φιλόσοφου Kierkegaard θα τους είχαμε αυθαίρετα παρερμηνεύσει. Πραγματικά είναι άλλης τάξεως, τουλάχιστον όσον αναγνωρίσουμε στις πρώτες μια ξεκάθαρη πολιτική στράτευση και κοινωνικά οράματα και αιτήματα. Όπως άλλης τάξεως είναι τα δεδομένα της καθημερινής ζωής τους.

    Σκοπός μας δεν είναι να συγκρίνουμε τις ζωές των τριών ανθρώπων με αυτή του φιλοσόφου, αλλά να βρούμε σ’ αυτούς και να εξηγήσουμε την έννοια της υπαρξιακής απελπισίας με την οποία για πρώτη φορά μας έφερε σε επαφή ο  Kierkegaard.

    Παρ’ όλες, λοιπόν, τις διαφορές, διαπιστώνουμε ότι οι τρεις κατορθώνουν να ξεχωρίσουν από τις πλατιές μάζες των πολλών χιλιάδων αγωνιστών της εποχής τους, έτσι που σήμερα να μιλάμε γι’ αυτούς ονομαστικά και να εννοούμε τρεις ανθρώπους που ανέλαβαν το ανέφικτο εφαρμογής ιδεών και ζωής, το οποίο εμείς οι άλλοι δεν θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε. Μιλώντας σήμερα για τους «τρεις αγίους των Εξαρχείων» ξέρουμε ότι μιλάμε για το Ν. Άσιμο, την Κ. Γώγου, τον Π.Σιδηρόπουλο. Τρεις ευδιάκριτες, μοναδικές και τραγικές υ π ά ρ ξ ε ι ς.

    Έτσι, γίνεται σαφές ότι αν επιλέγονται αυτές οι τρείς περιπτώσεις ανθρώπων δεν είναι τόσο διότι τοποθετήθηκαν πολιτικά απέναντι σε έναν άδικο, ταξικό κόσμο αλλά διότι έζησαν, υπήρξαν, με την έννοια που ο Kierkegaard απέδωσε στην ύπαρξη, σε αντιδιαστολή μ’ αυτόν. Όχι μόνο ο πολιτικός αγώνας τους αλλά η ύπαρξή τους ήταν σε αντίστιξη με ό,τι θεωρήθηκε φυσιολογικό, νομοταγές και καθιερωμένο.

    Εάν στεκόμασταν μόνο στις ρήξεις, που οι τρεις επιχείρησαν, εάν ακούγαμε μόνο την πολεμική τους κραυγή, εάν σταματούσαμε σαστισμένοι μόνο στην οργή τους,  θα είχαμε μπλεχτεί στα δίκτυα της αρνητικότητας και εισπράττοντας μόνο την άρνηση θα μπορούσαμε γρήγορα να τους προσπεράσουμε, συμπονώντας τους βεβαίως, αλλά μη κατανοώντας σε βάθος τίποτα παραπάνω, δίχως να μας δοθεί η ευκαιρία να ανακαλύψουμε την θέση τους πριν την άρνηση τους.
    Ως θέση λοιπόν και το κοινό σημείο που συνδέει τις τρεις αυτές περιπτώσεις και προϋπάρχει κάθε ρήξης προετοιμάζοντάς την ταυτόχρονα, είναι η απαίτηση για μια ζωή ποιητική, μια ζωή με νόημα και αξία. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις υπήρξαν άνθρωποι της τέχνης – μουσικοί, ποιητές, συγγραφείς. Ομοίως δεν είναι τυχαίο ότι, όντας ιδιαιτέρως ευφυείς άνθρωποι, άσκησαν την ειρωνεία ως έναν τρόπο καυτηριασμού των κακώς κειμένων αλλά και αυτογνωσίας[15].

    Ο  Kierkegaard θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο λογοτέχνη[16] παρά φιλόσοφο[17] και μάλιστα ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την λογοτεχνία και την μουσική. Πολλές είναι οι αναφορές που βρίσκουμε  στα λογοτεχνικά έργα του Σαίξπηρ και του Γκαίτε αλλά και στη μουσική του Μότσαρτ. Ο ίδιος είχε στοχαστεί πάνω στα ζητήματα της ποίησης. Έτσι διαβάζουμε σε μια ερμηνεία του για την ποίηση :
     «Αρνούμενη την ατελή πραγματικότητα η ποίηση εγγίζει μια πραγματικότητα πιο υψηλή, διευρύνει και υπερβαίνει το ατελές και το κάνει τέλειο ημερώνοντας έτσι τον πόνο που τείνει να βυθίσει το παν μέσα στα σκοτάδια» [18].

    Μας δίδεται λοιπόν μια φιλοσοφική εξήγηση αυτού εμφανίζεται ως πολιτικό και στη βάση του περιέχει μια δύσκολα κατανοήσιμη αρνητικότητα. Το εκκωφαντικό «όχι» που διατύπωσαν και οι τρεις καλλιτέχνες δεν είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας ιδιορρυθμίας ή δυσπροσαρμοστικότητας ή ακόμα και ψυχικής βλάβης ούτε ενός υπερβάλλοντα πολιτικού ζήλου.
    Είναι η αίσθηση για την δυνατότητα  ύπαρξης ενός κόσμου απαλλαγμένου από την ασχήμια, την κακοποίηση, που μέσα από την ποίησή τους είχαν προσεγγίσει και έβρισκε την πολιτική του έκφραση στα κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα της εποχής τους.
    Η υψηλή και τέλεια πραγματικότητα, για την οποία κάνει λόγο ο Kierkegaard,  είναι η εσωτερική υποκειμενική ομορφιά που πασχίζει να βρει αντίκρισμα στον εξωτερικό κόσμο άλλοτε συγκρουόμενη και άλλοτε γράφοντας ποιήματα και τραγούδια. Έτσι η ποιητική έξαρση γίνεται μια προσπάθεια συμφιλίωσης με την τραχιά πραγματικότητά.  
    Πολύ συχνά διαβάζουμε στα ποιήματά τους εικόνες αντιποιητικές, βίαιες παρμένες από τον κόσμο της καθημερινότητας σε μια προσπάθεια να μεταφερθούν αυτές σε μια άλλη διάσταση κι εκεί να καθαρθούν, να λυτρωθούν.
    Γράφει η Κ. Γώγου :
    Η ζωή μας είναι σουγιάδες
    Σε βρώμικα αδιέξοδα
    Σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα…
    Πάνω – κάτω. Πάνω – κάτω, η Πατησίων.
    Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
    την ίδια διαδρομή
    Ξευτίλα - μοναξιά - απελπισία
    Κι ανάποδα
    Εντάξει δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε
    Μονάχα όταν βρέχει
    βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας
    Και καπνίζουμε….
    Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά
      «Η Ζωή μας είναι σουγιάδες» Ποιητική Συλλογή : Τρια κλικ αριστερά.

    Αυτές οι συνεχείς μεταφορές, οι αδιάκοπες  προσπάθειες δημιουργίας συνδέσεων, οι διαρκείς συγκρίσεις του απείρως υψηλού με το απείρως ευτελές, αποτελούν όχι μόνο καταλάγιασμα του πόνου αλλά και μια πηγή ευχαρίστησης και δικαίωσης. Όσο πραγματοποιούνται προσφέρουν βεβαιότητα ύπαρξης, συντηρούν τις ελπίδες και το όνειρο και ως τέτοιες μεταπηδούν, αλλάζουν είδος και από ποίηση γίνονται τρόπος ζωής.
    Γράφει ο Ν. Άσιμος :
    "Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
    Εμείς καθόμασταν τα βράδια
    Και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου."
                          Από το ποίημα «Δε παν να μας χτυπάν»

    Έτσι βλέπουμε οι τρεις καλλιτέχνες – ποιητές να μην αρκούνται σε μια ήρεμη καταγραφή των ποιητικών εμπνεύσεών τους, αλλά να γίνονται οι ίδιοι οι γέφυρες χρησιμοποιώντας το σώμα τους και το μυαλό τους για αυτές τις αναγκαίες μεταβιβάσεις από τη μια πραγματικότητα στην άλλη.
    Σταδιακά παγιδεύονται μέσα σε δύο εκδοχές, ανάμεσα στο δίλημμα «είτε – είτε», από το οποίο δεν μπορούν να βγουν ούτε να πάρουν αποστάσεις.
    Η ρήση της Κ. Γώγου «Η ζωή μας είναι σουγιάδες» δείχνει με ακρίβεια αυτή την διχαστική κατάσταση. Ο κόσμος έχει κοπεί στα δύο σαν με ένα σουγιά και το χάσμα φαίνεται αγεφύρωτο.
    Ο Ν. Άσιμος απαντάει με τον δικό του τρόπο στο ποίημά του:
    «……………………………
    Πίστη δεν έχω ούτε πατρίδα
    με διώξατε όλοι,
    μα’ σένα σε θέλω ζωντανή»
    Από το ποίημα «Θα’ρθω ένα βράδυ να σε δω»
    Ο Ν. Άσιμος ζει μια ζωή προκλητική και κραυγαλέα, καγχάζει τον τακτοποιημένο μέσο αστό, συγκρούεται με την εξουσία, στήνει θεατρικές παραστάσεις στους δρόμους.
    Η Κ. Γώγου αποσύρεται από τα φώτα της θεατρικής δημοσιότητας, αφιερώνεται στους ανθρώπους του περιθωρίου που ζουν στις φυλακές, στα ψυχιατρεία, στους δρόμους, γράφει γι’ αυτούς.
    Ο Π. Σιδηρόπουλος διατηρεί μια εφηβική ρομαντική ματιά στήνοντας συνεχώς μουσικά σχήματα που διαλύονται, τραγουδώντας στους δρόμους, σε ασήμαντες μουσικές σκηνές και με αναγνωρισμένους μουσικοσυνθέτες.

    Ο Kierkegaard όχι μόνο κατανοεί πολύ καλά αυτή την διάσταση αλλά και την βιώνει ο ίδιος βλέποντας την πνευματική έκπτωση της εποχής[19] του και αναφερόμενος στον ποιητικό άνθρωπο γράφει: «Αλλά στις μέρες μας το ζήτημα στ’ αλήθεια είναι αυτό: να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις, γιατί δεν ευχαριστώνται να ζουν ποιητικά μια φορά, από καιρό σε καιρό, απαιτούν, όλη η ζωή να είναι ποιητική»[20].

    Όμως, τόσο  η ατελής πραγματικότητα που στα μάτια τους καθημερινά γίνεται πιο άρρωστη, πιο βδελυρή και πιο χυδαία όσο και η τέλεια, όσο αυτή δεν βρίσκει αντίκρισμα,  γίνονται βασανιστικές για το άτομο που βάλλεται πανταχόθεν και από την εξουσία της κυβέρνησης και από την εξουσία των κομμάτων και από την εξουσία του κάθε μικρού εγώ που τρέχει αλαφιασμένο να ανέλθει την κλίμακα της κοινωνικής αναγνώρισης. Δημιουργείται έτσι μια περιοχή μοναξιάς στο περιθώριο, το βάρος της οποίας ενίοτε είναι αβάσταχτο.

    Η αναμέτρηση λαμβάνει τον χαρακτήρα μια διαρκώς κορυφούμενης έντασης. Το άτομο πλέον διαμελίζεται στην προσπάθειά του να στήνει συνεχώς γέφυρες, να πραγματοποιεί βελτιώσεις, να αντιστέκεται ή να δίδει εξηγήσεις.  Η ένταση φαίνεται να έχει τον χαρακτήρα μιας ακατανόητης ιδιορρυθμίας που εκφράζεται ατομικά, διαβάζοντας όμως τον  S. Kierkegaard καταλαβαίνουμε  σε βάθος την υπαρξιακή της διάσταση. .

    Ο S. Kierkegaard αφιερώνει ένα κεφάλαιο για τους «μεγαλοφυείς», τους εξαιρετικούς ανθρώπους αναλύοντας την εμφάνιση της αγωνίας σ’ αυτούς. Λέει :
    Ο μεγαλοφυής είναι ένα παντοδύναμο Καθ’αυτό, που σαν τέτοιο θα μπορούσε να κλονίσει το σύμπαν ολόκληρο. Για ν’ αποκαστασταθεί η τάξη εμφανίζεται ταυτόχρονα μαζί του μια άλλη μορφή : το πεπρωμένο. Μορφή που είναι ένα σκέτο μηδέν ταυτίζεται, με τον μεγαλοφυή που τ’ ανακαλύπτει, κι όσο περισσότερο βαθύς ο μεγαλοφυής τόσο περισσότερο το βάθος της ανακάλυψής του γιατί αυτή η μορφή είναι ο πρόδρομος της Θείας Πρόνοιας. …….
    Ο μεγαλοφυής μπορεί το κάθε τι, κι όμως εξαρτιέται από έν’ ασήμαντο τίποτα, που κανείς δεν αντιλαμβάνεται, μια ασημαντότητα που ο ίδιος με την παντοδυναμία του της δωρίζει παντοδύναμη σημαντικότητα. … Να γιατί ο μεγαλοφυής αγωνιά άλλες ώρες απ’ ότι ο κοινός άνθρωπος[21].

    Η άκρα απόγνωση και απελπισία στην οποία έζησαν και οι τρεις είναι ο μεταμφιεσμένος θάνατος της εσωτερικότητας, είναι η ήττα του έσω ανθρώπου ως το ασφαλές υπαρξιακό θεμέλιο και ως η μοναδική πηγή άντλησης της αλήθειας και της απόλαυσης.
    Είναι η εξάντληση όλων των αποθεμάτων (νοητικών, ψυχικών, συναισθηματικών, σωματικών) το ατόμου, η άρνηση της εσωτερικότητας, που προβάλλει ως τελική άρνηση του εαυτού. Ο εαυτός που χρησιμοποιείται μ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται κι αυτός εξωτερικός, ένα άθυρμα, ένα αντικείμενο αυτού του κόσμου και στερημένο από την εσωτερική αρμονία σαν τέτοιο γίνεται μισητό και η φυσική εξόντωσή του είναι το σίγουρο τέλος.
    Και οι τρεις καλλιτέχνες αυτοκτόνησαν[22] και μπορούμε να δούμε αυτή την έξοδό τους από την ζωή ως μια έξοδο από το απόλυτο υπαρξιακό κενό στο οποίο είχαν οδηγηθεί  από την εκδικητική οργή και την απεγνωσμένη προσπάθεια να νικήσουν τον κόσμο.
    Εν τέλει νικούν γιατί βρήκαν μια αλήθεια που να αξίζει να ζήσει ή να πεθάνει κανείς[23], αλλά και ηττώνται, όχι γιατί αναμετρήθηκαν με έναν ισχυρότερο αντίπαλο, αλλά γιατί χωρίς και να το αντιλαμβάνονται υιοθέτησαν την ματιά του αντιπάλου για να βλέπουν τον εαυτό τους.
    Ή όπως το έχει διατυπώσει ο ποιητής Λευτέρης Πούλιος στο ποίημά του : «Η αμφισβήτηση είναι ευάλωτη»  :
    Είδα το ανθρώπινο πλάσμα
    στο ναό της φαντασίας με ικετήρια κλαδιά
    Τρέμοντας με σκέψεις φτωχού θεού
    Το είδα
    στη στοιχειωμένη πολυκατοικία
    Οδηγημένο στη αφθονία με αυτοκίνητο ουίσκι έντυπο
    ή στο άντρο της μιζέριας
    Με ολόλαμπρη γύμνια χλωμά στήθια
    ορυχτά στολίδια νεκρό βρακί
    Η μεγαλειότητά του περιμένοντας φώτιση
    κάτω από ληστρικά νύχια
    Έξαλλο βασανιστήριο
    Φτυστά στον καιρό.
    Κακόμοιρο πετσί θαμμένο
    μέσα σε  τόση νύχτα
    Η Αμφισβήτηση είναι ευάλωτη
    Μέσα στον αέρα του κόσμου.


    β) Ένας «ιππότης της πίστης»  στην Κοπεγχάγη.
    Ο Kierkegaard όμως είναι χριστιανός φιλόσοφος και η σκέψη του επιθυμεί την ολοκλήρωση. Μέσα από την δική του βιωματική προσέγγιση και την ανάλυση των τριών σταδίων της ανθρώπινης ύπαρξης – δοκιμασίας, οδηγείται με σταθερά βήματα στην περιγραφή μιας διεξόδου από την απελπισία μέσα από την πίστη
    Μόνο ο άνθρωπος που θα κατορθώσει να αρθεί στο ύψος της πίστης του Αβραάμ μιας πίστης ακατανόητης και τρομαχτικής, αυτός που θα αφήσει πίσω του το τελευταίο στάδιο της άπειρης παραίτησης θα γίνει ικανός να ενταχθεί στον κόσμο βιώνοντας τον θεό αυτό αυτή την επίγεια ζωή του. Ο Kierkegaard δεν αναζητά  μελλοντικές ανταμοιβές . Για να δοθεί πίσω ο Ισαάκ πρέπει ο Αβραάμ να φθάσει «εις την γην την υψηλήν» , να ξεπεράσει κάθε ανθρώπινο ηθικό όριο.

    Ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται «ιππότης της πίστης» και ο Kierkegaard τον θέλει να  ζει ανάμεσά μας, αν και ο ίδιος δεν θα τον  συναντήσει ποτέ:
    Αν ήξερα όμως πού ζει ένας ιππότης της πίστης, θα πήγαινα με τα πόδια να βρω το θαύμα αυτό, που για μένα έχει ύψιστη σημασία. Δε θα τον άφηνα ούτε στιγμή, κάθε λεπτό θα σημείωμα πώς ρυθμίζει τις κινήσεις του και, βέβαιος πλέον ότι θα’χα βρει την αστείρευτη πηγή μου θα χώριζα το χρόνο μου σε δύο μέρη, ένα για να τον παρατηρώ και το άλλο για να ασκούμαι, έτσι ώστε θ’ αφιέρωνα όλη μου τη ζωή να τον θαυμάζω….. Και όμως αυτός είναι. Πλησιάζω λιγάκι, παρατηρώ και την παραμικρή του κίνηση προσπαθώντας να ανιχνεύσω κάτι που να έχει άλλη φύση, κάποιο μικρό τηλεγραφικό σήμα εκπορευόμενο από το άπειρο, ένα βλέμμα, μια έκφραση στη φυσιογνωμία, μια χειρονομία, ένα ίχνος μελαγχολίας, ένα χαμόγελο που να προδίδει το άπειρο, στη μοναδικότητά του μπρος στο πεπερασμένο. Τίποτε όμως! Τον εξετάζω από την κορυφή ως τα νύχια, αναζητώντας τη ρωγμή μέσα από την οποία ξεπροβάλλει το άπειρο. Τίποτε! Είναι απολύτως συμπαγής. Το βάδισμά του; Σταθερό, ολότελα προσγειωμένο στο πεπερασμένο´ κανένας αστός , όταν κάνει τον εβδομαδιαίο περίπατό του φορώντας τα κυριακάτικά του δεν έχει τόσο σίγουρο βήμα´ ολόκληρος βρίσκεται στον κόσμο τούτο, περισσότερο από τον οποιοδήποτε μαγαζάτορα… Χαίρεται για όλα, ενδιαφέρεται για όλα και, κάθε φορά που τον βλέπουμε να επεμβαίνει κάπου, το κάνει με τη χαρακτηριστική εκείνη επιμονή του γήινου ανθρώπου, του οποίου το πνεύμα είναι απορροφημένο από τέτοιες φροντίδες. ………Κι όμως δεν είναι ιδιοφυία´ μάταια έψαξα να βρω την απαράμιλλη σφραγίδα της ιδιοφυίας πάνω του. …. Ζει την ανεμελιά του αργόσχολου, κι όμως πληρώνει στην ακριβότερη τιμή τον εύκαιρο χρόνο, κάθε στιγμή της ζωής του και το παραμικρό το κάνει δυνάμει του παραλόγου. Μολαταύτα ο άνθρωπος αυτός επετέλεσε και επιτελεί κάθε στιγμή την κίνηση του απείρου. Μέσα στην άπειρη παραίτηση, στη βαθειά μελαγχολία της ζωής, γνωρίζει την ευτυχία του απείρου´ ένιωσε την οδύνη της ολικής απάρνησης του προσφιλέστερου που είχε στον κόσμο ωστόσο, γεύεται το πεπερασμένο με την πληρότητα εκείνου που ποτέ δεν γνώρισε τίποτε το πιο υψηλό παραμένει ανεπηρέαστος από τα ίχνη που αφήνουν η ανησυχία και ο φόβος´ το χαίρεται με τέτοια βεβαιότητα, ώστε να φαίνεται πως από τον πεπερασμένο τούτο κόσμο πιο σίγουρο δεν υπάρχει. Κι όμως ολόκληρη τούτη η εικόνα του κόσμου που χτίζει, είναι μια καινούργια δημιουργία δυνάμει του παραλόγου. Παραιτήθηκε απείρως από όλα, για να τα ξανακερδίσει όλα, δυνάμει του παραλόγου[24]….

    Η περίπτωση του Αβραάμ την οποία ο Δανός στοχαστής, αναλύει διεξοδικά στο έργο του αποτελεί το μόνο παράδειγμα με το οποίο μπορεί να μας περιγράψει την κίνηση της άπειρης παραίτησης. Είναι η στιγμή που το άτομο λαμβάνει ως ανταμοιβή τον εαυτό του με συνείδηση της αιωνιότητάς του, και έκτοτε θα μπορεί να βρίσκεται σε μακάρια αρμονία με την αγάπη του για το αιώνιο ον. Από κει και πέρα ανοίγει ο τεράστιος χώρος της πίστης, εκεί ακριβώς που σταματά το λογικό.

    Πάντως ο Kierkegaard δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει σ’ αυτό το στάδιο της μακαριότητας. Δεν μπόρεσε ποτέ να αποστασιοποιηθεί από τον κοινωνικό του περίγυρο και την «φατρία» των χριστιανών ιερέων με την οποία ήταν σε μια διαρκή διαμάχη. Στην κορύφωση της διαμάχης αυτής, κάτω από το βάρος των συνεχών δραματικών βιωμάτων και οδυνών και τον ασκητικό τρόπο ζωής, έπεσε εξαντλημένος. 


    E π ί λ ο γ ο ς

    Η φιλοσοφική φωνή του Kierkegaard ακούγεται παράταιρη στις μέρες μας. Μια τέτοια οριακή αναμέτρηση του ατόμου με το θείο, με στόχο την εύρεση του νοήματος της ύπαρξης γίνεται τρομακτική. Ίσως μια άλλη συναίσθηση που να αναζητά το νόημα μέσα από την χαρά, το φως, την αγαπητική σχέση με τον άλλον να βρίσκεται πιο κοντά στην καθ’ ημάς αντίληψη της ανθρώπινης και θείας επικοινωνίας.
    Το ίδιο, σαν εκτός μόδας φιγούρες φαίνονται οι τρεις περιπτώσεις του Άσιμου, της Γώγου, του Σιδηρόπουλου.
    Η εποχή μας μοιάζει να θέλει να τακτοποιήσει όπως όπως τέτοιες απόλυτες, δυσάρεστες ή ταραχοποιές φωνές και να προχωρήσει ακάθεκτη, εκλογικεύοντας και μαθηματικοποιώντας, την υποταγή όλων των μορφών ανθρώπινης ύπαρξης και επικοινωνίας σε μια κυριαρχία που δεν αφήνει χώρο ούτε και δίδει χρόνο για το ατομικό, το ιδιαίτερο, το εσωτερικό.

    Ολοένα και περισσότερο μοιάζει να στεριώνει γύρω μας ένα ολοκληρωτικό σύστημα το οποίο θεωρεί περιττές παρόμοιες ανησυχίες. Όμως αυτό ακριβώς είναι το πρώτο βήμα που κάνει κάθε ολοκληρωτισμός, όπως μας είπε η Hanna Arent στο «Ολοκληρωτικό Σύστημα», στην προσπάθειά του να γεννήσει το νέο άνθρωπο : να αποδείξει δηλαδή ότι μερικοί άνθρωποι μπορεί να είναι   περιττοί ή ασύμβατοι.
    Όμως τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν οι αιώνες του Διαφωτισμού κατόρθωσαν τελικά να ελευθερώσουν την αντίληψή μας για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του ή βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη μιας έντιμης αποτίμησης, που αν και  δυσάρεστη,   επείγει να γίνει.





    Τ Ε Λ Ο Σ















    Βιβλιογραφία

    Πρωτότυπα Κείμενα :

    v     S. Kierkegaard, Η έννοια της Ειρωνείας, με σταθερή αναφορά στο Σωκράτη, μτφρ. Στ.Καραγιάννης, Εκδ. Γ. Αναγνωστίδη,   

    v     S. Kierkegaard Φόβος και Τρόμος, εισαγ. Ζαν Βάλ, μτφ. Α. Σολωμού, εκδ. Νεφέλη, 1980

    v     S. Kierkegaard Φιλοσοφικά ψυχία ή κνήσματα και περιτμήματα, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης.

    v     S. Kierkegaard, Η έννοια της Αγωνίας, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη,  

    Μελέτες :

    v     Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Η Διαλεκτική του Κίρκεγκορ ως επανάληψις της Σωκρατικής Μαιευτικής, ΕΚΠΑ , Αθήνα 1971

    v     Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Soren Kierkegaard, ο Φιλόσοφος της εσωτερικότητος, Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν της υπάρξεως, 4η εκδ., Εκδόσεις  Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1986,  

    Συμπληρωματικά Έργα :

    v     Ζαν Μισελ Μπενιέ Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας – Φυσιογνωμίες και Έργα, Κίρκεγκορ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001

    v     Σίγκουντ Φρόιντ Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, Εκδ. Δαμιανός.

    v     Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge , (Κίρκεγκορ, Υπαρξισμός)  εκδ. Κέδρος


    Διαδικτυακοί τόποι :
    v     Wikipedia : www.wikipedia.org : Κίρκεγκορ, Άσιμος, Γώγου, Σιδηρόπουλος





    [1] Φράση από τα «Διαψάλματα», ένα είδος Ημερολογίου των ετών 1835 – 1839 όπου ο  Kierkegaard καταγράφει θραυσματικά αφορισμούς και σπαράγματα της προσωπικής εσωτερικής ζωής του και πάλης. Μερικά από αυτά είναι χαρακτηριστικά π.χ:
    v      «Η βιοθεωρία μου είναι χωρίς ουδεμία απολύτως σημασία. Υποθέτω ότι ένα κακό πνεύμα μου έβαλε πάνω από τη μύτη ένα ζεύγος γυαλιών, από τα οποία το ένα γυαλί μεγαλώνει απείρως τα πράγματα, το άλλο τα σμικρύνει κατά το ίδιο μέτρο».
    v      «Ο αμφιβάλλων είναι διαρκώς μεμαστιγωμένος».
    v      «Η ζωή μου έγινε ένα πικρό ποτό, όμως πρέπει να το πάρω όπως τις σταγόνες, αργά, μετρώντας».
    v      «Μόλις σηκώνομαι το πρωί πηγαίνω κατ’ευθείαν πάλι στο κρεβάτι».
    v      «Σε τι χρησιμεύω; Σε τίποτε ή σε όλα και σε κάθε τι…».
    v      «Ως εξής μοιράζω τις ώρες μου : τον μισό καιρό κοιμάμαι, τον άλλο μισό ονειρεύομαι. Όταν κοιμάμαι δεν ονειρεύομαι ποτέ, θα ήταν αμαρτία, γιατί ο ύπνος είναι η ύψιστη μεγαλοφυΐα».
    v      «Ας παραπονιούνται οι άλλοι ότι η εποχή μας είναι κακή´ παραπονούμαι διότι είναι ελεεινή´ γιατί της λείπει το πάθος…».
    v      «Όταν ήμουν πολύ νέος ξέμαθα το γέλιο´ μόλις έγινα μεγαλύτερος, μόλις άνοιξα τα μάτια και παρατήρησα την πραγματικότητα, έσκασα στο γέλιο και από τότε δεν έπαυσα να γελώ. Είδα: το νόημα της ζωής είναι να βρεις τα προς το ζην, ο σκοπός της ζωής να γίνεις δικαστικός σύμβουλος, η πλούσια ηδονή της αγάπης να πάρεις ένα ευκατάστατο κορίτσι, η ευλογία της φιλίας να ανταλλάσσεις χρηματική βοήθεια σε στιγμές ένδειας, η σοφία είναι εκείνο που οι πολλοί νομίζουν για σοφία, ενθουσιασμός να εκφωνείς ένα λόγο, θάρρος να διακινδυνεύεις μια χρηματική ποινή δέκα ταλήρων, εγκαρδιότητα να λες μετά το μεσημβρινή φαγητό «καλή χώνευση», φόβος Θεού να πηγαίνεις για μετάληψη μια φορά το χρόνο. Αυτά είδα και γελούσα.
    v      «Γελάς με την ανοησία του κόσμου, θα το μετανιώσεις´ κλαις γι’ αυτή, πάλι θα το μετανιώσεις ´πιστεύεις σ’ ένα κορίτσι θα το μετανιώσεις´ δεν πιστεύεις πάλι θα το μετανιώσεις… Απαγχονίζεσαι θα το μετανιώσεις´ δεν απαγχονίζεσαι πάλι θα το μετανιώσεις.. Αυτό κύριοί μου είναι η συνοπτική έννοια κάθε σοφίας σχετικά με τη ζωή».
    v      «Ουδέποτε ήμουν εύθυμος».
    v      «Ο ήλιος φέγγει τόσο ωραία και χαριτωμένα στο δωμάτιό μου… είναι απόγευμα Κυριακής, ακούω ολοκάθαρα τον κορυδαλλό που τερερίζει έξω από το παράθυρο μιας γειτονικής αυλής όπου μένει τ’ όμορφο κορίτσι´ πέρα μακριά από ένα απόκεντρο δρόμο ακούω έναν άνδρα να σφυρίζει´  ζωηρά κοριτσόπουλα´  ο αέρας είναι δροσερός. Μολαταύτα όλη η πόλη είναι απονεκρωμένη. Τότε συλλογίζομαι τη νιότη μου και την πρώτη μου αγάπη – καθώς ακόμη νοσταλγούσα- τώρα νοσταλγώ μόνο την πρώτη μου νοσταλγία. Τι είναι η νιότη; Ένα όνειρο. Τι είναι η αγάπη; Το περιεχόμενο του ονείρου».
    Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, Soren Kierkegaard, ο Φιλόσοφος της εσωτερικότητος, Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν της υπάρξεως, 4η εκδ., Εκδόσεις  Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1986, σελ. 31, 78-80

    [2] Μερικά από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιεί ο  Kierkegaard στα έργα του είναι: Βίκτωρ Ερημίτης («Είτε-Είτε»), Ιωάννης της Σιωπής («Φόβος και Τρόμος»), Κωνσταντίνος Κωνστάντιος («Η επανάληψη»), Εγρυπνών Κοπεγχάγειος. («Η έννοια της Αγωνίας»), Ιωάννης της Κλίμακος («Φιλοσοφικά θραύσματα» και «Μη επιστημονικό υστερόγραφο στα φιλοσοφικά θραύσματα»),   Ο Αντικλίμακος («Η προς θάνατον ασθένεια») κ.άλ.
    [3] Η γέννησή του συμπίπτει με την πτώχευση της Δανίας. Πράγμα το οποίο θα σχολιάσει ο ίδιος αργότερα ως εξής : «Ετέθην εις κυκλοφορίαν μαζί με μερικά κίβδηλα χαρτονομίσματα».
    [4] Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, που τέτοιες περιπτώσεις αφορούν κυρίως φιλοσόφους που διατύπωσαν μια φιλοσοφική θεολογία. Στην ιστορία της φιλοσοφίας τέτοιες εμβληματικές μορφές είναι ο Gordano Bruno που κάηκε ως αιρετικός στην πυρά της Ι.Εξέτασης και ο Σπινόζα, ο άλλος ερημίτης της Ολλανδίας που έζησε αφορισμένος από την Εβραϊκή συναγωγή.
    [5] Ζαν Μισελ Μπενιέ Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας – Φυσιογνωμίες και Έργα, Κίρκεγκορ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001 , σελ. 401.
    [6] «Ωστόσο, δεν μπορούμε να διανοηθούμε πιο αληθινό χαρακτηρισμό του πολιτισμού από τη σπουδαιότητα που αποδίδουμε στις ξεχωριστές ψυχικές λειτουργίες, στα πνευματικά, επιστημονικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα, πιο σίγουρο πολιτιστικό πρότυπο από τον καθοδηγητικό ρόλο που αποδίνεται στις ιδέες μέσα στην ανθρώπινη ζωή», βλ. Σίγκουντ Φρόιντ Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, Εκδ. Δαμιανός, σελ. 76.
    [7] Ο Kierkegaard κάνει σαφή αναφορά στον εισηγητή της νεώτερης φιλοσοφίας του ορθολογισμού, τον Ντεκάρτ από τον πρόλογο κιόλας του «Φόβος και Τρόμος». Γι’ αυτόν το cogito (σκέφτομαι) δεν συνεπάγεται  sum (είμαι, υπάρχω) βλ. Σ. Κίρκεγκωρ Φόβος και Τρόμος, εισαγ. Ζαν Βάλ, μτφ. Α. Σολωμού, εκδ. Νεφέλη, 1980, σελ. 33.
    [8] Ο Kierkegaard αναδεικνύεται σε σφοδρό πολέμιο του Hegel. Οι αναφορές στην εγελιανή φιλοσοφία με το υποτιμητικό χαρακτηρισμό «το σύστημα», είναι πάμπολλες μέσα στο έργο του και ιδιαίτερα σατυρικές. Ο Kierkegaard ενοχλείται από την αυθεντία του Hegel και την κυριαρχία του στην ακαδημαϊκή κοινότητα, σε σημείο που οι περισσότεροι μελετητές του έργου να αναφέρονται σε «κλασική φιλοσοφική διαμάχη».
    [9] S. Kierkegaard , Η έννοια της Ειρωνείας, με σταθερή αναφορά στο Σωκράτη, μτφρ. Στ.Καραγιάννης, Εκδ. Γ. Αναγνωστίδη,  σελ. 177
    [10] S. Kierkegaard, Η έννοια της Αγωνίας, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, σελ. 55-56
    [11] Σ. Κίρκεγκωρ Φόβος και Τρόμος, εισαγ. Ζαν Βάλ, μτφ. Α. Σολωμού, εκδ. Νεφέλη, 1980,   σελ. 100
    [12] Θα ακολουθήσουν κι άλλοι επίδοξοι ανάδοχοι : οι διπλωμάτες, οι στρατοκράτες και τέλος –στις μέρες μας- οι μεγιστάνες του τύπου, τα golden boys και οι χρηματιστές.
    [13] Το 1955 ο Γκίνσμπεργκ απαγγέλλει δημόσια «Το Ουρλιαχτό» ένα εκτενές ποίημα, αφιερωμένο στον συγγραφέα Καρλ Σόλομον, που έμελε να γίνει ο ύμνος της γενιάς του, αλλά και η πιο πλήρης ποιητική αποτύπωση του τραγικού βιώματος της απελπισίας, όπως 100 χρόνια πριν την είχε προαναγγείλει ο Kierkegaard. Μια προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος θα φέρει στην επιφάνεια όλα εκείνα τα στοιχεία που βρίσκουμε εν αφθονία στον προβληματισμό του φιλοσόφου, ακόμα και στο επίπεδο της γλωσσικής διατύπωσης.
    [14] Γράφει χαρακτηριστικά ο Εγγονόπουλος :
    H τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν /να ζήσουμε/η τέχνη κι η ποίησις μας βοηθούνε/να πεθάνουμε
    μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως/ από καιρό τώρα/ -και προ πάντος στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-/ είθισται/ να δολοφονούν/ τους ποιητάς.
    [15] Κείμενα, θεατρικά έργα, φιλοσοφικοί στοχασμοί, στίχοι, ποιήματα, άρθρα, καυστικά σχόλια, ανακοινώσεις, εφημερίδες τοίχου, αυτοσχέδιες αφίσες, παρτιτούρες, σκίτσα υπάρχουν στις επίσημες ιστοσελίδες τους.
    [16] Είναι εξάλλου γνωστή η σχέση πολλών υπαρξιακών φιλοσόφων με την λογοτεχνία, όπως ο Σαρτρ (βραβείο Νόμπελ) και ο Αλ. Καμύ.
    [17] Γράφει ο S. Kierkegaard για τον εαυτό του στον πρόλογο του «Φόβος και Τρόμος» : «Ο συγγραφέας του παρόντος δεν είναι ούτε στο ελάχιστο φιλόσοφος´ είναι poetice et eleganter, ένας ερασιτέχνης συγγραφέας που ούτε σύστημα γράφει, ούτε υποσχέσεις συστήματος….» βλ. S. Kierkegaard « Φόβος και  Τρόμος» μτφρ. Α. Σολωμού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1980 σελ.33
    [18] S. Kierkegaard , Η έννοια της Ειρωνείας, με σταθερή αναφορά στο Σωκράτη, μτφρ. Στ.Καραγιάννης, Εκδ. Γ. Αναγνωστίδη,  σελ. 234
    [19] Αργότερα θα έρθει ο Νίτσε να περιγράψει με τα πιο μελανά χρώματα τον θάνατο των αξιών και  του θεού και την ανάγκη να γεννηθεί ένας νέος άνθρωπος. Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία στην υπαρξιακή αγωνία που οι δύο φιλόσοφοι εκφράζουν την ίδια περίπου εποχή στην Ευρώπη.
    [20] S. Kierkegaard, Η έννοια της Ειρωνείας, με σταθερή αναφορά στο Σωκράτη, μτφρ. Στ.Καραγιάννης, Εκδ. Γ. Αναγνωστίδη,  σελ. 235
    [21] S. Kierkegaard, Η έννοια της Αγωνίας, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, σελ. 120-122
    [22] Ο Ν.Άσιμος βρέθηκε κρεμασμένος μετά από μια ταραγμένη τελευταία περίοδο. Η Κ. Γώγου αυτοκτόνησε με λήψη αλκοόλ και χαπιών και ο Π. Σιδηρόπουλος από υπερβολική δόση ηρωίνης.
    [23] Φράση του Kierkegaard από τα Ημερολόγιά του.
    [24] Σ. Κίρκεγκωρ Φόβος και Τρόμος, εισαγ. Ζαν Βάλ, μτφ. Α. Σολωμού, εκδ. Νεφέλη, 1980,  σελ. 64-67

    Σχόλια

    Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

    _Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

    Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

    _Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

    Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

    _αν αυτή είναι η πολιτική

     Δεν θα το επιδιώξω, αλλά θα εκμεταλλευτώ αυτή τη καταπληκτική συγκυρία : ώρα απογευματινή, μάθημα σε σπίτι, σε κεντρική πλατεία, σε κεντρικό χωριό, από κάτω τα καφενεία και είχα εντοπίσει καθώς πήγαινα ασυνήθιστες κινήσεις, μια αναταραχή και μια κυρία, άγνωστη σε μένα,  με χρώμα μαλλιών σε ώριμη μελιτζάνα να περιφέρεται μαζί με μια φίλη της που δεν είχε τίποτε το αξιοσημείωτο. Εγώ πρόσεξα την μελιτζανί.  Το μάθημα κυλούσε ανάμεσα σε απογοητεύσεις και προσπάθειες, οι ήχοι  της πλατείας γνωστοί και γι αυτό ανήκουστοι  έφταναν αλλά και δεν έφταναν σ'αυτιά μου, ίσως αν πρόσεχα έξω να έφταναν, αλλά εγώ πρόσεχα μέσα.  Οι ήχοι αλλάζουν. Ξέρω την αλλαγή των μικροφωνικών στις μικρές πλατείες των χωριών.  Τέλος μαθήματος. Η προεκλογική συγκέντρωση στα μισά. Έμεινα να ακούσω κι εγώ. Παράγγειλα όπως κάνω πάντα μια τσικουδιά και τι ανανέωση προσώπων, κινήσεων, χρωμάτων. Ίδιες ιδέες ή καλύτερα καμία ιδέα... χωρίς ιδέες. Το απόγευμα όμως δεν έχασε σε τίποτα την ομορφιά του Απρίλη του.  Το κόμμα,